Η ψυχογενής ορθορεξία χαρακτηρίζεται από υπερβολική ενασχόληση με το είδος και την ποιότητα των τροφών ή, πιο συγκεκριμένα, είναι η εμμονή με την κατανάλωση τροφών που χαρακτηρίζονται υγιεινές. Στη διεθνή βιβλιογραφία ο όρος είναι «orthorexia», κατ' αντιστοιχία με τον ελληνικό, προερχόμενος από τις λέξεις «ορθός» και «όρεξη».
Η ετυμολογία του, όμως, εμπεριέχει κάποιο είδος αντίφασης: πώς είναι δυνατόν η όρεξη για κατανάλωση υγιεινών τροφών να έχει αρνητική έννοια; Πολλές φορές γίνεται ο διαχωρισμός μεταξύ της ορθορεξίας, για να χαρακτηρίσει κάποιος πιο ήπιες καταστάσεις, και ψυχογενούς ορθορεξίας, για να χαρακτηρίσει καταστάσεις με εμμονή στην επιλογή τροφών. Η ορθορεξία ως διαταραχή έχει προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στο ευρύ κοινό. Επιστημονικά οι μελέτες που ασχολούνται με αυτό το θέμα είναι σχετικά λίγες σε αριθμό. Οι πρώτες αναφορές στη διαταραχή εντοπίζονται στα τέλη της δεκαετίας του '90 από το Steven Bratman στο βιβλίο του «Healthy Food Junkie», στο οποίο αναφέρει πως η εμμονική προσκόλληση στην κατανάλωση μόνο υγιεινών τροφίμων και η απόλυτη αποφυγή των μη υγιεινών μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στο θάνατο.
Μια «ποιοτική» διαταραχή
Σε αντίθεση με τις άλλες διαταραχές που αφορούν στην πρόσληψη τροφής, όπως είναι η ψυχογενής ανορεξία ή η ψυχογενής βουλιμία, οι οποίες έχουν άμεση σχέση με την εικόνα σώματος του ατόμου και το σωματικό του βάρος, η ορθορεξία δεν είναι μια «ποσοτική» διαταραχή, αλλά μάλλον «ποιοτική».
Τα ορθορεξικά άτομα αποφεύγουν συστηματικά την κατανάλωση τροφίμων που περιέχουν λιπαρά, ζάχαρη, αλάτι, συντηρητικά, προσθετικά, χρωστικές και οτιδήποτε θεωρούν μη υγιεινό, όπως είναι τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης. Αντιθέτως, καταναλώνουν κυρίως τρόφιμα βιολογικής προέλευσης ή οργανικά και προτιμούν τα ωμά τρόφιμα από τα μαγειρεμένα. Συνήθως τα τρόφιμα που δεν καταναλώνουν τα κατατάσσουν στα επικίνδυνα. Ακόμη και σε περιπτώσεις έντονης πείνας, ανάγκης για φαγητό ή και λιμοκτονίας, προτιμούν να επιλέξουν τη μη κατανάλωση φαγητού από την κατανάλωση κάποιου τροφίμου που αυτά δε θεωρούν υγιεινό. Πολλές φορές τα άτομα με ορθορεξία οδηγούνται σε κοινωνική απομόνωση λόγω της εμμονής τους στην ποιότητα των τροφών.
Τα άτομα με ορθορεξία συνήθως επηρεάζονται σημαντικά από τους «συναγερμούς» των μέσων μαζικής ενημέρωσης για την ποιότητα των τροφών, π.χ. τα βαρέα μέταλλα (υδράργυρος) στα ψάρια, τη νόσο των τρελών αγελάδων, τα μολυσμένα κοτόπουλα κ.ά. Όλα αυτά μπορεί να τα κάνουν να ακολουθήσουν μια πολύ αυστηρή διατροφή, να αποκλείσουν ομάδες τροφίμων από το διαιτολόγιό τους και όλο αυτό να τα οδηγήσει σε έλλειψη θρεπτικών συστατικών, σε τροποποίηση των προσωπικών και κοινωνικών συναναστροφών τους και σε γενικότερη αλλαγή του ψυχιατρικού τους προφίλ.
Η επιθυμία για κατανάλωση τροφών που ευνοούν την υγεία δεν είναι σε καμία περίπτωση διαταραχή από μόνη της. Ωστόσο, η εμμονή για αυτά τα φαγητά και η απώλεια του μέτρου και της ισορροπίας, μπορεί να οδηγήσουν στην ορθορεξία. Ένα ορθορεκτικό άτομο σπαταλά πολύ μεγάλο μέρος του χρόνου του σκεπτόμενο το φαγητό (προμήθεια, προετοιμασία, κατανάλωση). Τα άτομα αυτά σχεδιάζουν τα γεύματά τους και τις επιλογές του αρκετές μέρες πριν. Σε κοινωνικές εκδηλώσεις, αν και υπάρχει η τάση να απέχουν, προμηθεύονται τα δικά τους τρόφιμα για να αποφύγουν την κατανάλωση τροφίμων που μπορεί να είναι πλούσια σε λίπος ή και να μην έχουν προετοιμαστεί (π.χ. πλυθεί) ή μαγειρευτεί στο βαθμό που τα ίδια θεωρούν κατάλληλο.
Υπό έρευνα
Δεν είναι, λοιπόν, βέβαιο ότι η ορθορεξία αποτελεί τμήμα των αποκαλούμενων διαταραχών πρόσληψης τροφής. Μάλλον πρέπει να θεωρηθεί περισσότερο ή λιγότερο διαταραχή της προσωπικότητας ενός ατόμου ή της συμπεριφοράς του (του τύπου της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής), η οποία δεν έχει άμεση σχέση με τάσεις ή συμπεριφορές που σχετίζονται με πεποιθήσεις ή φιλοσοφικά θέματα. Για παράδειγμα η ορθορεξία διαφέρει σημαντικά από τη χορτοφαγία, στην οποία τα άτομα επιλέγουν να μην καταναλώνουν τρόφιμα ζωικής προέλευσης λόγω σεβασμού στη ζωή άλλων έμβιων όντων και όχι γιατί έχουν μανιακό φόβο για την υγεία τους.
Ο όρος ψυχογενής ορθορεξία δεν περιλαμβάνεται στο Διαγνωστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών (DSM, Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders) κι έτσι δεν έχει αναγνωριστεί ως ασθένεια. Ωστόσο, έχει προταθεί να περιληφθεί στην επόμενη έκδοση. Συνεπώς, δεν έχουμε δεδομένα για τον ακριβή ορισμό της, τα διαγνωστικά κριτήρια, τα ποσοστά εμφάνισής της τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκοσμίως. Παρ' όλ' αυτά είναι σκόπιμη η αναγνώριση της διαταραχής θέτοντας το ερώτημα: η κατανάλωση «υγιεινών» φαγητών είναι περισσότερο ωφέλιμη ή τυραννική - καταπιεστική για τον άνθρωπο και το περιβάλλον του; Μερικές φορές το άγχος για την ποιότητα του φαγητού μπορεί να γίνει πιο επικίνδυνο από τα συστατικά του.
(*) Ο κος. Μανώλης Σουβατζόγλου, MD, PhD είναι Ενδοκρινολόγος Διαβητολόγος, Επιστημονικός Υπεύθυνος Τμήματος Ενδοκρινολογίας, Διαβήτη και Μεταβολισμού ΜΗΤΕΡΑ. Η κα. Μελίνα Καριπίδου, MSc, είναι Κλινική Διαιτολόγος Διατροφολόγος, Υπεύθυνη Τμήματος Διαιτολογίας ΜΗΤΕΡΑ.