«Μεγάλωσα με δύο γονείς που εργάζονταν πάρα πολλές ώρες και είναι κάτι που, στην αρχή, δεν μου άρεσε καθόλου. Ήμουν η μεγαλύτερη απ’ τα παιδιά και οι γονείς της μητέρας μου δεν ζούσαν, ενώ η άλλη γιαγιά μου έπαθε άνοια πριν καν πάω στο σχολείο και δεν μπορούσε πια να μας κρατήσει.
Θυμάμαι να θυμώνω με τη μαμά μου που δούλευε γιατί οι μαμάδες των φίλων μου ήταν πάντα στο σπίτι κι ένιωθα πως αυτό ήταν το σωστό. Εδώ που τα λέμε, έδειχνε πιο λειτουργικό – ειδικά χωρίς τη γιαγιά – αλλά αυτό δεν σημαίνει πως το να εργάζεται μια μαμά είναι λάθος. Είναι μια επιλογή και, μάλιστα καθόλου εύκολη, αλλά εγώ δεν μπορούσα ακόμη να το δω έτσι. Στενοχωριόμουν, λοιπόν, κι έκανα μούτρα στους γονείς μου που με άφηναν με μια ξένη γυναίκα να μας προσέχει.
Βέβαια, ήταν ένα στάδιο που έπρεπε να περάσω. Αυτό το ήξεραν οι γονείς μου και βλέπω τώρα, πόσο καλά το χειρίστηκαν τότε. Πόσο σωστά έκαναν που μου ζήτησαν να τους “τα χώσω”, με άκουσαν προσεκτικά και μετά μου εξήγησαν πως έχουν τα πράγματα κι ας μην καταλάβαινα ακόμη όλα αυτά που εκείνοι θεωρούσαν λογικά. Ήμουν μικρή ακόμη κι αυτό δεν μπορούσε να αλλάξει. Λίγο αργότερα, όμως, εκείνη η κουβέντα με έκανε να πάρω την απόφαση να συνεισφέρω κι εγώ με τον τρόπο μου στην οικογένειά μας.
Φυσικά, κάπου εκεί ξεκίνησα το σχολείο κι έτσι έλειπα κι εγώ απ’ το σπίτι πια. Όταν επέστρεφα, όμως, αναλάμβανα τη φροντίδα του μικρού μου αδερφού κι όταν επέστρεφε και η μάνα μου, τη βοηθούσα με όλες τις δουλειές του σπιτιού μέχρι να κάτσουμε να διαβάσουμε μαζί. Στο μεταξύ, όσο κατάκοπος και αν ήταν, ο πατέρας μου έπαιζε με τον μικρούλη μας και φρόντιζε να φάει, να κάνει μπάνιο και να κοιμηθεί στην ώρα του.
Ξέρω πλέον, πως όλα άλλαξαν τη στιγμή που αποδέχτηκα την οικογένειά μου όπως ήταν, που κατάλαβα ότι δεν ήταν ανάγκη να είναι σαν εκείνες των φίλων μου.
Από εκεί κι έπειτα, ένιωθα τους γονείς μου πάντα δίπλα μου όσες ώρες και αν έπρεπε να λείπουν. Και ήταν στ’ αλήθεια, πάντα δίπλα μου – δίπλα μας – όσο κουρασμένοι και αν ήταν όταν επέστρεφαν στο σπίτι. Ποτέ δεν μας άφησαν χωρίς μια γλυκιά κουβέντα ή ένα ζεστό φαΐ. Πάντα έβρισκαν τον χρόνο να μας επαινέσουν για όσα είχαμε κάνει μέσα στην ημέρα, αλλά να μας μαλώσουν κιόλας αν είχαμε κάνει καμιά διαολιά.
Όταν μπήκα πια στην εφηβεία, η σχέση μου με τους γονείς, αλλά και το παράδειγμα που μου έδωσαν, με βοήθησαν ν’ αντιμετωπίσω με πυγμή τις ανασφάλειές μου, να διατηρήσω υψηλό ηθικό και να στηρίξω και τις φίλες μου, όποτε με χρειάστηκαν. Και φυσικά, ήμουν το καλύτερο στήριγμα για τον αδερφό μου που, ως πιο καλομαθημένος, τα βρήκε πιο σκούρα με τα βάσανα της ηλικίας του.
Σήμερα, που ετοιμάζομαι να κάνω κι εγώ οικογένεια με τον σύντροφό μου, νιώθω σίγουρη ότι θα τα καταφέρω μια χαρά κι ας είμαστε και οι δύο εργαζόμενοι και μάλιστα σκληρά. Βέβαια, εγώ εχω δίπλα μου και τους γονείς μου που, συνταξιούχοι πια, ανυπομονούν να με δουν μανούλα και να κάνουν μπέιμπι-σίτινγκ στα εγγονάκια τους!»