«Δύο χρόνια πριν έχασα τη μητέρα μου...
Εκείνη έχασε τη μάχη με τον καρκίνο και εγώ έχασα το πιο σημαντικό πρόσωπο της δικής μου ζωής...
Έμαθα να ζω χωρίς την παρουσία της.
Χωρίς τις συμβουλές της, τις φωνές της, τις αντιδράσεις της, την παρουσία της.
Δεν ήταν ξαφνικό, ξέραμε τις τελευταίες εβδομάδες ότι η κατάσταση της υγείας της είχε χειροτερέψει.
Προετοιμαζόμασταν ο καθένας με τον δικό του τρόπο.
Όσο μπορεί κανείς να προετοιμαστεί για κάτι τόσο τραγικό. Υπήρχε μια ένταση.
Στο δωμάτιο του νοσοκομείου, στο σπίτι, στο αυτοκίνητο. Την ένιωθες παντού και πάντα. Μια υπόκωφη ένταση σαν επικείμενος σεισμός, που δεν ξέρεις πότε θα ξεσπάσει.
Σκέφτομαι καμιά φορά τι θα της έλεγα τώρα, αν την ξανασυναντούσα.
Θα της έλεγα ''Μαμά, συγγνώμη.
Μαμά είχες δίκιο.
Μαμά, μην φοβάσαι.
Μαμά, είμαι καλά.
Μαμά, είμαι δίπλα σου.
Μαμά, σ’ αγαπώ''.
Ίσως αν τα γράψω εδώ να είναι σαν να της τα λέω.
Ίσως πάλι να τα ήξερε.
Νομίζω τα ήξερε.
Παρόλο το βάρος της ημέρας, θέλω να δω και τα καλά.
Γιατί η μητέρα μου, θα ήθελε να δω τα καλά.
Θα προσπαθήσω, λοιπόν, να βάλω στην άκρη την πίκρα της ημέρας και θα σε σκεφτώ όλες τις καλές αναμνήσεις που έζησα μαζί της.
Όλες τις φορές που γέλασα μαζί της και με την οικογένεια, όταν μιμούμασταν τον χαριτωμένο τρόπο που μιλούσε.
Θα σκεφτώ όλες τις φορές που αποκοιμήθηκα πάνω στην κοιλιά της όταν βλέπαμε ταινίες μαζί.
Θα σκεφτώ όλες τις φορές που ζωγραφίσαμε μαζί και μου μετέφερε τη δημιουργικότητα και την αγάπη της για τις τέχνες.
Μετά από δύο χρόνια έμαθα ξανά από την αρχή, τι πρέπει να εκτιμώ στη ζωή μου.
Τους ανθρώπους της ζωής μου, τις στιγμές, τα όνειρα μου, τα ταξίδια μου.
Τις επιτυχίες και τις αποτυχίες μου, τα λάθη μου και τα σωστά μου. Και όλα αυτά μάνα μου, δεν θα είχαν γίνει χωρίς εσένα. Χωρίς τα ξενύχτια σου, το φιλί σου, την αγκαλιά σου, την ανησυχία σου, το γέλιο σου (που το κληρονόμησα μαζί με τα ματιά σου).
Όσο κι αν πονάνε οι καλές αναμνήσεις είναι αυτές που την κρατάνε μέσα μου ζωντανή.
Για εμένα, λοιπόν, η μαμά μου είναι αθάνατη!»