Έμεινα αποσβολωμένη. Δεν είχα καν τη δύναμη να αρχίσω να φωνάζω. Με ήρεμο τόνο της απαρίθμησα όσα είχε κάνει από το πρωί και πόσο χαρούμενη έδειχνε κάθε στιγμή. Της θύμισα, επίσης, όλα αυτά τα δώρα που είχαμε πάει να αλλάξουμε, πολλά εκ των οποίων ήταν δικά της, της τα είχαν φέρει φίλοι και συγγενείς. Όχι, δεν είχε γενέθλια, ούτε γιορτή. Της τα είχαν φέρει χωρίς συγκεκριμένο λόγο, απλά επειδή έτσι ένιωσαν. Δεν απάντησε. Ίσως κατάλαβε τι εννοούσα και σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να μη συνεχίσει. Αυτό, όμως, δεν ανακούφισε την απογοήτευσή μου για την τόση αχαριστία.
Πριν με παρεξηγήσετε, δεν είμαστε πλούσιοι. Είμαστε μια μέση οικογένεια, δουλεύουμε και οι δύο και οι γονείς μας βοηθούν όσο μπορούν –δεν έχω παράπονο. Είμαστε, όμως, όπως φαίνεται κι εμείς αυτή η οικογένεια που θέλει να δώσει τα πάντα στα παιδιά της, από το πιο μικρό στο πιο μεγάλο, συχνά χωρίς μέτρο και χωρίς σκέψη. Και μαζί με εμάς, έτσι είναι και οι παππούδες, οι θείοι, οι νονοί, οι φίλοι μας –ειδικά αυτοί που δεν έχουν ακόμα παιδιά. Και παρόλο που δεν μου αρέσει καθόλου να λέω παλιακές ατάκες του τύπου «άλλα παιδάκια δεν έχουν τίποτα» (λες και φταίνε τα υπόλοιπα παιδιά γι’αυτό), εκείνη τη μέρα δεν κρατήθηκα και το είπα. Κερασάκι στην τούρτα του μονολόγου μου.
Ξέρω ότι όλοι όσοι έρχονται κατά καιρούς στο σπίτι μας με τα χέρια γεμάτα έχουν βάλει όλη τους την αγάπη σε αυτά που φέρνουν και κάμποσα από τα χρήματά τους. Ξέρω ότι ο λόγος που η μητέρα μου πάντα θα πάρει κάτι στην κόρη μου όταν βγουν έξω, ακόμα κι αν κοστίζει μόνο λίγα ευρώ, δεν είναι βέβαια για να την κακομάθει, αλλά -με λίγα λόγια- γιατί αυτό κάνουν οι γιαγιάδες. Θέλουν τα εγγόνια τους να είναι χαρούμενα. Όσο για τον πεθερό μου, με τις εβδομαδιαίες σοκολάτες, πάω στοίχημα ότι έχει τόσο εντυπωσιαστεί με την ποικιλία των γλυκών σήμερα που τα παίρνει μόνο και μόνο για να καλύψει τα δικά του απωθημένα, για όσα δεν «χόρτασε» ως παιδί.
Ξέρω, όμως, επίσης ότι το δωμάτιο των παιδιών μου αν είχε στόμα θα βογκούσε. Ξέρω ότι τα μισά, αν όχι περισσότερα, παιχνίδια τους είναι σπασμένα ή εξαφανισμένα. Τα άλλα μισά είναι σχεδόν ανέγγιχτα. Ξέρω ότι, όταν ο άντρας μου απείλησε μια μέρα την κόρη μου πως αν δεν μαζέψει τις κούκλες της από το πάτωμα θα τις εξαφανίσει, εκείνη απάντηση «δεν με νοιάζει, έχω κι άλλες». Πραγματικά δεν την νοιάζει. Της έχω κρύψει παιχνίδια ως «τιμωρία» για κάποια κακή συμπεριφορά, τα οποία δεν θυμάται καν ότι έχει πλέον, δεν τα αναζήτησε ποτέ ξανά. Πολύ απλά, γιατί έχει άπειρα!
Και ξέρω, τέλος, ότι τα περισσότερα παιδιά κάπως έτσι είναι σήμερα, όμως αυτό δεν είναι δικαιολογία. Ούτε, φυσικά, ισχύει το ότι αν δώσεις λιγότερα υλικά αγαθά στο παιδί θα νομίζει ότι δεν το αγαπάς. Ισχύει, όμως, ότι λίγο σκεφτόμαστε τι επιπτώσεις θα έχει αυτή η διαρκής προσφορά -μου θυμίζει την αρχαία δεκάτη!- στο μέλλον. Στο μέλλον; Οι επιπτώσεις του προβλήματος, όταν λες διαρκώς «ναι» στο παιδί σε ό,τι σου ζητήσει -πριν ακόμα το ζητήσει, πριν καν το σκεφτεί- φαίνονται ήδη από τώρα: Το παιδί συνηθίζει να είναι ανικανοποίητο, θεωρεί αυτονόητο πως όλοι πρέπει πάντα κάτι να του δίνουν, αυτά που του δίνουν γίνονται αναλώσιμα, αντικαθίστανται διαρκώς από νέα και χάνουν κάθε αξία –μεταξύ μας, τα περισσότερα από αυτά (πλαστικά, εύθραυστα, χωρίς κανέναν εκπαιδευτικό χαρακτήρα), δεν έχουν έτσι κι αλλιώς μεγάλη αξία. Χαλάνε, χάνονται, πετιόνται και τελικά τι κερδίζει το παιδί από όλο αυτό;
Η Dr. Steveanne Auerbach, γνωστή στην Αμερική και ως Dr. Toy, είναι μία -ηλικιωμένη πλέον αλλά πολύ σπουδαία- εκπαιδευτικός, αναπτυξιολόγος, συγγραφέας και «παιχνιδο-λόγος». Σε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο της (Dr. Toy’s Smart Play: How to Raise a Child with A High Play Quotient), λέει ότι «το πρώτο και πιο σημαντικό παιχνίδι του παιδιού είναι ο γονιός» και εξηγεί ότι τα καλύτερα παιχνίδια είναι αυτά που ενθαρρύνουν την αλληλεπίδραση ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά. «Οι κούκλες του κουκλοθεάτρου, για παράδειγμα, είναι ένα εξαιρετικό παιχνίδι γιατί με αυτές οι γονείς μπορούν να φτιάξουν ιστορίες και να ανακαλύψουν τι συμβαίνει στο μυαλό των παιδιών», λέει η ίδια. «Και δεν χρειάζεται να τις αγοράσετε! Μπορείτε να φτιάξετε τέτοιες κούκλες, χρησιμοποιώντας παλιές κάλτσες!»
Εμμέσως, η Auerbach, υποδεικνύει τη ρίζα του προβλήματος. Είναι οι τύψεις μας που μας οδηγούν στο να αγοράζουμε διαρκώς στα παιδιά μας κάτι καινούργιο, επειδή δεν έχουμε την όρεξη και την υπομονή να πέσουμε εμείς οι ίδιοι στα πατώματα και να παίξουμε μαζί τους. Δηλώνω ένοχη. Αμέτρητες φορές μου έχει ζητήσει η κόρη μου να πάω να παίξω μαζί της και τις περισσότερες έχω κάτι άλλο που «πρέπει» να κάνω. Είναι τόσο πιο εύκολο απλά να της αγοράσω κάτι, για να εξαγοράσω τις συσσωρευμένες τύψεις από όλες εκείνες τις φορές.
Και όχι, δεν έχω την απαίτηση από τους παππούδες και τους φίλους να σταματήσουν τα δώρα, προκειμένου να πέφτουν εκείνοι στα πατώματα και να παίζουν με το παιδί μου. Ζητώ μόνο να καταλάβουν ότι τα λιγότερα παιχνίδια, προσφέρουν στο παιδί περισσότερα: Μαθαίνει να εκτιμά και να φροντίζει αυτά που έχει, αναπτύσσει τη φαντασία του βρίσκοντας νέους τρόπους για να τα χρησιμοποιεί, όταν τα βαρεθεί μπορεί να στρέψει το ενδιαφέρον του σε κάποιο βιβλίο ή στη ζωγραφική και τις χειροτεχνίες, σαφώς γίνεται λιγότερο εγωκεντρικό και, τελικά, ζούμε όλοι σε ένα πιο καθαρό και τακτοποιημένο σπίτι!
Δεν είμαι κατά των παιχνιδιών. Ούτε κατά αυτών που φέρνουν συνέχεια δώρα. Είμαι απλά υπέρ των παιδιών και όσων έχουν να κερδίσουν μαθαίνοντας με λιγότερα.