Την καθησύχασα, όμως μέσα μου αναρωτιόμουν. Θα άνοιγαν; Ή θα προσπερνούσαν τα παιδιά με τη σκέψη «δεν έχω ψιλά» ή «ποιος σηκώνεται τώρα;».
Και όμως, η πρώτη πόρτα άνοιξε. Και μετά η δεύτερη. Η Μαρίνα γύριζε κάθε φορά με ένα χαμόγελο γεμάτο περηφάνια και χαρά. Μου περιέγραφε τον κύριο που έδωσε τα «καλύτερα κουραμπιέ» και τη γιαγιά που της είπε «μπράβο». Για εκείνη, δεν ήταν απλώς τα χρήματα ή το κέρασμα. Ήταν το ότι την υποδέχονταν με αγάπη, ότι την άκουγαν.
Κάποιοι, όμως, δεν άνοιξαν. Γύρισε σκυφτή από μερικές πόρτες, με ένα βλέμμα γεμάτο απορία. Ήταν η πρώτη της εμπειρία με την απόρριψη, έστω και τόσο μικρή. Κι εγώ ένιωσα την ανάγκη να της εξηγήσω. «Δεν είναι πάντα έτοιμοι οι άνθρωποι, καρδιά μου. Μην το παίρνεις προσωπικά».
Αυτό που συνειδητοποίησα σήμερα είναι πως τα κάλαντα είναι κάτι πολύ πιο βαθύ. Για τα παιδιά, δεν είναι μόνο παράδοση, είναι και μια πρώτη επαφή με τον κόσμο. Ένας τρόπος να νιώσουν αποδοχή, να χτίσουν εμπιστοσύνη, να μοιραστούν τη χαρά τους.
Γι’ αυτό, ανοίξτε την πόρτα. Ακόμα κι αν δεν έχετε ψιλά, πείτε ένα «Μπράβο», δώστε ένα χαμόγελο. Αυτές οι μικρές στιγμές μετράνε πολύ για κάποιες μικρές καρδιές. Και μπορεί να είναι το πρώτο βήμα για να μεγαλώσουμε παιδιά γεμάτα αγάπη και αυτοπεποίθηση.