«Βρισκόμουν πολλά χιλιόμετρα μακριά από την χώρα μου όταν ήρθε η ώρα να γεννήσω. Συγκεκριμένα, βρισκόμουν στο Βερολίνο όταν η μαία φώναξε δυνατά ένα τελευταίο “σπρώξε” πριν έρθει στον κόσμο η κόρη μου. Μετά θυμάμαι μόνο να βυθίζομαι στον ύπνο.
Μια ώρα αργότερα μου έφεραν την κόρη μου στο δωμάτιο και την ακούμπησαν στην αγκαλιά μου. Δίπλα μου, μια άλλη μαμά τάιζε το νεογέννητο μωρό της. Η νοσοκόμα, ευγενική αλλά απόμακρη, άφησε δίπλα στο κρεβάτι το φαγητό και ένα μπουκάλι με νερό. Εγώ βρισκόμουν σε απόλυτο σοκ κι ο σύντροφός μου ξεροστάλιαζε έξω από το νοσοκομείο εξαιτίας του Covid. Κοίταξα την κόρη μου κι αναρωτήθηκα γιατί είναι πάνω και όχι μέσα στην κοιλιά μου.
Από την ταραχή μου, έριξα το μπουκάλι με το νερό αλλά δεν μπορούσα να κουνηθώ. Πονούσα από τα ράμματα, πάνω μου ήταν το μωρό κι εγώ σε απόλυτη απόγνωση. Η μαμά που βρισκόταν δίπλα μου με κοιτούσε με αποδοκιμασία ενώ προσπαθούσα να πατήσω το κουμπί έκτακτης ανάγκης για να έρθει κάποιος να με βοηθήσει.
Ένιωσα συντετριμμένη, αξιολύπητη και ανήμπορος κάτω από το λοξό βλέμμα της γυναίκας στο διπλανό κρεβάτι, αλλά μέσα μου υπήρχε και κάτι άλλο. Κάτι που, κατά τη διάρκεια των επόμενων εβδομάδων και μηνών, αποδείχθηκε πως έχει όνομα και λέγεται επιλόχειος θυμός.
Όταν επιστρέψαμε επιτέλους σπίτι με το μωρό, σε καραντίνα, συνέχισα να είμαι αναστατωμένη και ταραγμένη. Ουσιαστικά με ενοχλούσαν τα πάντα: τα βαριά βήματα του γείτονα από πάνω, το στήθος μου που γέμιζε γάλα κάθε τόσο, ο απέναντι που φυσούσε δυνατά τη μύτη του μέσα στη νύχτα ή το ψυγείο που δεν είχε ποτέ αυτό που ήθελα να φάω. Ακόμα και το σπίτι μας, στο οποίο κάποτε ένιωθα άνετα, νόμιζα ότι με πνίγει και το μόνο μέρος που μπορούσα να βρω καταφύγιο ήταν το μπάνιο όπου δεν με ενοχλούσε κανείς.
Έξω από το σπίτι τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα. Λόγω των αυστηρών μέτρων κατά της πανδημίας, ήταν όλα κλειστά και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν σιωπηλές βόλτες με το καρότσι. Τα σύνορα για την χώρα μου παρέμεναν κλειστά και δεν υπήρχε κανείς δικός μου να μοιραστώ τις αγωνίας μου, ούτε συγγενείς ούτε φίλοι.
Είχα εγκλωβιστεί σε μία ξένη χώρα με την οργή μου να σιγοβράζει κάθε μέρα και πιο πολύ.
To πρώτο διάστημα μετά τον τοκετό δεν έμοιαζε καθόλου με αυτό που έβλεπα σε διαφημίσεις και περιοδικά. Δεν είχε σχέση με όσα μου είχαν διηγηθεί οι φίλες μου. Δεν ήμουν μια χαμογελαστή και ήρεμη μαμά, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της με τις πιτζάμες και να τρώει φρούτα ενώ παράλληλα θηλάζει το μωρό της. Αντίθετα, βρισκόμουν μονίμως σε μια αδικαιολόγητη ένταση. Τα συναισθήματα μου εναλλάσσονταν ανάμεσα στην απόλυτη ευτυχία και τον απόλυτο θυμό μέσα σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα και δεν μπορούσα να χαρώ τίποτα απολύτως.
Ήμουν συνεχώς με μία παλιά φόρμα, μύριζα ιδρώτα και είχα την κοιμισμένη κόρη μου διαρκώς στο στήθος με την ελπίδα να ξυπνήσει και να θηλάσει μήπως και απαλλαγώ από τον πόνο που μου προκαλούσε το συσσωρευμένο γάλα.
Την υπόλοιπη ώρα, έψαχνα στο διαδίκτυο απαντήσεις σε ερωτήματα όπως: μπορεί ο θηλασμός να σε βλάψει;. Η στέρηση ύπνου μπορεί να σε σκοτώσει; Γιατί κλαίει συνέχεια το μωρό; Γιατί είμαι συνέχεια τόσο θυμωμένη;
Τα βράδια ήταν ακόμα χειρότερα… Η εξάντληση και η αϋπνία με είχαν μεταμορφώσει σε ένα θυμωμένο τέρας. Μερικές φορές έλεγα στον εαυτό μου να πάρει ανάσα για να μην πεθάνει. Άλλες φορές, πάλι, προσπαθούσα να ξυπνήσω τον σύντροφό μου που κοιμόταν δίπλα μου με διάφορα προσχήματα, απλά για να μου δώσει σημασία. Όταν ξυπνούσε, όμως, θύμωνα ακόμα πιο πολύ!
Δεν μπορούσα να καταλάβω πόσο παράλογη ήταν η οργή μου. Νόμιζα πως είχα όλα τα δίκια με το μέρος μου. Το τεράστιο κύμα αγάπης και τρυφερότητας που αισθανόμουν για την κόρη μου δηλητηριαζόταν από τα τοξικά συναισθήματα που ξυπνούσαν οι ορμόνες μου. Πέρασε καιρός μέχρι να συνέλθω κι αυτό συνέβη με την βοήθεια του γιατρού που με παρακολουθούσε καθώς και με την συμπαράσταση και την αγάπη του συντρόφου μου και των συγγενών μου όταν επιτέλους καταφέραμε να γυρίσουμε στην πατρίδα μας.
Ωστόσο, πλέον είμαι σίγουρη πως ο θυμός μου ήταν απόρροια του φόβου και της τεράστιας ευθύνης να γεννήσω ένα παιδί σε έναν κόσμο που μοιάζει πολύ εχθρικός».
Πηγή: theguardian.com