«Είναι Σάββατο και μόλις επέστρεψα απ’ το σούπερ μάρκετ φορτωμένη με τσάντες. Είναι η δεύτερη φορά αυτήν την εβδομάδα που πηγαίνω μόνη μου και κανείς δε φαίνεται να συγκινείται. Πριν αφήσω καλά καλά τα ψώνια απ’ τα χέρια μου, ο μεγαλύτερος γιος μου έριξε μια γρήγορη ματιά και μου έκανε παρατήρηση: “Ρε μαμά, δεν πήρες τα φυστίκια μου.” Τα “φυστίκια του”... που κοστίζουν όσο ένα γεύμα του και τα τρώει σαν πασατέμπο!
Έδωσα τόπο στην οργή, όπως κάνω συνήθως, και άρχισα να τακτοποιώ τα ψώνια. Κάποια στιγμή, το βλέμμα μου έπεσε στο σαλόνι, εκεί που τα παιδιά είχαν παρατήσει ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, από ποτήρια και χαρτοπετσέτες μέχρι κομμάτια ψωμιού απ’ το πρωινό τους.
Το αίμα άρχισε να ανεβαίνει στο κεφάλι μου καθώς αναρωτιόμουν πώς είναι δυνατόν να μην βλέπει κανείς αυτά που βλέπω εγώ. Τα βλέπουν, σκέφτηκα αμέσως, απλώς έχουν μάθει ότι όλ’ αυτά είναι δουλειά της μαμάς!
Και τότε είναι που ένιωσα ότι αγγίζω τα όριά μου και πως δεν θ’ αντέξω πολύ ακόμη να θεωρεί η οικογένειά μου δεδομένο ότι εγώ είμαι υπεύθυνη για όλα κι εκείνοι για τίποτα. Που ένιωσα σαν το σφουγγαρόπανο που χρησιμοποιώ καθημερινά για να εξαφανίζω τα ίχνη της αχαριστίας τους.
Δεν ξέρω αν είμαι η καλύτερη σύζυγος, μητέρα και νοικοκυρά… Ξέρω όμως ότι μέχρι σήμερα, δεν έχω σταματήσει να τρέχω για να τα προλάβω όλα, να μην τους λείψει ποτέ το ζεστό φαγητό και τα καθαρά ρούχα και το σπίτι μας να είναι ένα μέρος όπου μπορούν να χαλαρώνουν και να νιώθουν όμορφα κάθε ώρα και στιγμή. Ειδικά όταν επιστρέφουν κουρασμένοι απ’ τη δουλειά ή το σχολείο.
Κι όμως, δε θυμάμαι να έχω ακούσει ποτέ μου ένα “ευχαριστώ” ή να έχει προσφερθεί κάποιος να αναλάβει για μία φορά, έστω, κάποια από τις καθημερινές μου αγγαρείες.
Το ξέρω πως δεν κάνουμε παιδιά για ν’ ακούμε “μπράβο” και να μαζεύουμε κομπλιμέντα. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι μας αρέσει να κάνουμε τόσες θυσίες, να μας βγαίνει η ψυχή κάθε μέρα και κανείς να μην αναγνωρίζει τον αγώνα που δίνουμε. Κι από πάνω, να ζητάνε περισσότερα και να νιώθουν και ριγμένοι αν, επιστρέφοντας φορτωμένη σαν γαϊδούρι απ’ το σούπερ μάρκετ, έχεις ξεχάσει να τους φέρεις τα… “φυστίκια τους”.
Έρχεται, όμως, μια μέρα που τραβάς μια γραμμή, βάζεις τα όριά σου και ζητάς απ’ όλους να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Για μένα αυτή η στιγμή ήρθε αυτό το Σάββατο.
Είμαστε όλοι μια οικογένεια κι αυτό σημαίνει ότι οφείλουμε να συμβιώνουμε αρμονικά στηρίζοντας και βοηθώντας ο ένας τον άλλον και όχι να ζούμε σαν άρχοντες εις βάρος της μαμάς. Γιατί η μαμά δεν διαφέρει από τους υπόλοιπους, δεν έχει υπερδυνάμεις που κάνουν τις δουλειές του σπιτιού πιο εύκολες. Κουράζεται, αγανακτεί και κάπου κάπου χάνει το κουράγιο, την ψυχραιμία, αλλά και την υπομονή της.
Γι’ αυτό κι εγώ αλλάζω τακτική.
Δεν θα τρέχω πια πίσω από κανέναν, δεν θα γίνομαι χίλια κομμάτια για να είναι όλα έτοιμα στην ώρα τους και δεν θα παρακαλάω για βοήθεια. Προτεραιότητά μου θα είναι να γίνονται τα βασικά και για τα υπόλοιπα ας ανησυχήσουν λίγο και οι άλλοι. Και ας είναι ο καθένας υπεύθυνος για το πλύσιμο και το σιδέρωμα των ρούχων του, για το πρωινό της αρεσκείας του και, φυσικά… για την κατάσταση του δωματίου του.
Ξέρω ότι δεν είναι εύκολο για μια μαμά να αδιαφορήσει για όσα μέχρι σήμερα αγωνιούσε και πάσχιζε να έχει στην εντέλεια. Είναι και για μένα μια άσκηση, όπως θα είναι για όλους.
Αν, όμως, καταφέρω να υπερασπιστώ τη στάση μου, μόνο να κερδίσουμε έχουμε όλοι, ως οικογένεια. Γιατί, αν οι γιοι μου συνεχίσουν έτσι, τι είδους σπίτι θα κρατήσουν όταν μείνουν μόνοι τους και πώς θα γίνουν καλοί σύζυγοι όταν βρουν με το καλό το κορίτσι της καρδιάς τους. Κι εγώ, πόσο ακόμη θα αντέξω χωρίς να σπάσουν τα νεύρα μου και να σπάσω και τα δικά τους;
Το διακύβευμα, λοιπόν, είναι μεγαλύτερο από εμένα και την ξεκούρασή μου. Και γι’ αυτό αξίζει τον κόπο να το παλέψω!»