«Η αλήθεια είναι ότι άργησα πολύ να κάνω παιδιά και νιώθω ευλογημένη που συνέβη τελικά, αλλά, πέρα απ’ τον κίνδυνο να μην τα καταφέρω, όλο αυτό είχε κι ένα επιπλέον τίμημα. Η μητέρα μου είχε μεγαλώσει αρκετά, η υγεία της δεν ήταν καλή κι έτσι δεν μπόρεσε να δει τα εγγόνια της και να τα κρατήσει στην αγκαλιά της.
Ευτυχώς, πρόλαβα να της το ανακοινώσω όταν ήταν στο νοσοκομείο και να τη δω να χαμογελάει και να χαίρεται για μένα. Είμαι μοναχοπαίδι και ήταν κάτι που την πίκραινε κι ας μη μου το ‘λεγε ποτέ, ένας καημός που θα έπαιρνε μαζί της φεύγοντας απ’ τη ζωή. Νιώθω ότι έτσι, απάλλαξα, έστω, την ψυχή της από ένα βάρος.
Την ίδια στιγμή, μέσα μου βιώνα μια πρωτόγνωρη σύγχυση. Ενώ γινόμουν μαμά, έχανα τη μητέρα μου και είναι απερίγραπτο το πώς εναλλάσσονταν μέσα μου η χαρά με την πίκρα.
Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν στον έκτο μήνα και η στενοχώρια μου ήταν τόσο μεγάλη που ο σύζυγός και ο πατέρας μου ανησύχησαν για την πορεία της εγκυμοσύνης μου – περίμενα δίδυμα. Ευτυχώς, το αντιμετώπισα ψύχραιμα και με την ψυχολογική στήριξη και τη βοήθειά τους όλα πήγαν καλά.
Αλλά είναι πολύ δύσκολο να βλέπεις τον παππού να παίζει με τα μικρά και η μαμά σου – η γιαγιά τους – να μην είναι εκεί. Να περιμένεις μάταια να τη δεις να έρχεται απ’ την κουζίνα με μια χειροποίητη τυρόπιτα ή με κουλουράκια στα χέρια, όπως κάποτε η δική σου γιαγιά.
Νιώθω στην καρδιά μου ένα κενό που δεν μπορεί να αναπληρωθεί. Σαν να έχασα τον μοναδικό άνθρωπο που θα μπορούσε να καταλάβει ακριβώς τι περνάω, αλλά και την ευκαιρία να της δείξω ότι καταλαβαίνω τι είχε περάσει για να με μεγαλώσει. Είναι μια σχέση, αυτή με τη μητέρα σου, που δεν υπάρχει όμοιά της και νιώθω ότι έχασα ένα πολύ σημαντικό της στάδιο. Εκείνο που μπαίνεις στη θέση της και σε καθοδηγεί και καμαρώνει για σένα. Επίσης, έχασα κι ένα σημαντικό στήριγμα για τις δύσκολες στιγμές της μητρότητας, μια φωνή που έχει τη δύναμη να σε παρηγορήσει ανά πάσα στιγμή, ό,τι κι αν συμβεί σε σένα ή τα παιδιά σου.
Από τότε, κάθε φορά που μου φέρνουν λουλούδια την ημέρα της μητέρας, χαίρομαι πολύ, αλλά μελαγχολώ κιόλας γιατί θυμάμαι τη δική μου μαμά και το δώρο που δεν πρόλαβε να χαρεί. Είναι το μίγμα χαράς και θλίψης που ένιωσα τότε, το οποίο επιστρέφει ξανά και ξανά και με στοιχειώνει.
Κι είναι τόσα πράγματα που θα ‘θελα να τη ρωτήσω τώρα που μεγαλώνω κι εγώ παιδιά. Να μου πει πως κοιμόμουν, αν ήμουν γκρινιάρα, πότε περπάτησα και ποιο ήταν το αγαπημένο μου παιχνίδι. Και, φυσικά, με ποιο από τα παιδιά μου έμοιαζα περισσότερο. Να με καθησυχάσει λέγοντάς μου ότι είναι απολύτως φυσιολογικό να θέλω να εκραγώ 3-4 φορές μέσα σε μία μέρα και πώς να κάνω το παστίτσιο ακριβώς όπως το έκανε εκείνη και μου άρεσε τόσο πολύ – και το δικό μου αρέσει στους άλλους, αλλά εγώ δεν μπορώ να το απολαύσω όσο το δικό της.
Πρόσφατα, αποφάσισα να μιλήσω σε κάποιον ειδικό και ήταν κάτι που με έχει βοηθήσει πολύ και μου έδωσε την ευκαιρία να βιώσω επιτέλους το αίσθημα ότι, με τα παιδιά μου, αποτελούμε συνέχειά της.
Βλέπω πλέον πως τα παιδιά μας μάς βοηθούν να αναπληρώνουμε το κενό που νιώθουμε όταν χάνουμε τους γονείς μας γιατί κουβαλούν μέσα τους κάτι από ‘κείνους. Όχι μόνο όσα παίρνουν εκ γενετής, αλλά και όσα έδωσαν οι γονείς μας σε μας κι εμείς τα μεταλαμπαδεύουμε στα παιδιά μας.
Με βοήθησε επίσης το ότι τα παιδιά μεγαλώνουν και θέλουν να μάθουν περισσότερα για τη γιαγιά τους. Έτσι, έχω συχνά την ευκαιρία να ζωντανεύω τις καλύτερες αναμνήσεις μου και να μοιράζομαι μαζί τους αυτή την μοναδική αίσθηση ότι είμαστε και οι τρεις μέρος μιας αλυσίδας που παραμένει δυνατή.
Και λίγο λίγο, το κενό στην ψυχή μου γεμίζει και η σκέψη της με γαληνεύει.»