Όταν αφήνουμε τα μωρά να κλαίνε, δεν γίνονται αυτόνομα αλλά ανασφαλή

Όταν αφήνουμε τα μωρά να κλαίνε, δεν γίνονται αυτόνομα αλλά ανασφαλή

Το κλάμα είναι ο μοναδικός τρόπος που έχει ένα μωρό να επικοινωνεί με τη μητέρα και το περιβάλλον του, να μας ειδοποιήσει πως κάτι θέλει ή κάτι δεν πάει καλά. Μοιάζει, λοιπόν, φυσιολογικό, να προσπαθούμε κάθε φορά να «ακούσουμε» τι θέλει να μας πει, αλλά και να το παίρνουμε στην αγκαλιά μας για να σταματήσει, αφού το κλάμα σίγουρα δεν είναι κάτι ευχάριστο.

Κι όμως, ακούμε συχνά ότι αφήνοντας ένα παιδί να κλάψει μέχρι να κοιμηθεί ή να σταματήσει, του δίνουμε το έναυσμα να «αυτονομηθεί» από νωρίς, να μην εξαρτάται απόλυτα από την προσοχή των γονιών. Είναι, όμως, δυνατόν ένα μωρό να γίνει ποτέ αυτόνομο; Ή μήπως το μόνο που καταφέρνουμε με μια τέτοια τακτική είναι να γίνει ακόμη πιο ανασφαλές;

Μεταξύ άλλων, ένα μωρό έχει ανάγκη και την αγκαλιά μας

Πρώτα απ’ όλα, δεν μπορούμε ν’ αφήσουμε ένα μωρό να κλαίει αν δεν είμαστε σίγουροι ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη αιτία. Άλλωστε, είναι καλύτερα να παρηγορήσουμε ένα μωρό που δεν έχει κάτι παρά να αφήσουμε ένα μωρό που αγωνιά να αντιμετωπίσει μόνο του αυτό που του συμβαίνει. Στο κάτω κάτω, οι ανάγκες ενός μωρού δεν μπορούν ν’ αγνοηθούν και σ’ αυτές συμπεριλαμβάνεται και η ανάγκη του να το κρατήσουμε στην αγκαλιά μας και να νιώσει την παρηγοριά και την ασφάλεια που του παρέχουμε. 

Το κλάμα μπορεί να σταματάει, αλλά το στρες δεν φεύγει

Όταν ένα μωρό σταματά να κλαίει, εμείς μπορεί να ηρεμούμε, εκείνο όμως δεν ηρεμεί καθόλου. Στην πραγματικότητα, η δυσφορία ή το κακό συναίσθημα που του προκάλεσε το κλάμα συνεχίζει να το ταλαιπωρεί. Απλώς, τώρα το εσωτερικεύει. Κλαίει, δηλαδή, αλλά σιωπηλά, την ώρα που εμείς νομίζουμε πως ό,τι και αν ήταν «του έχει περάσει». Στο μεταξύ, εκείνο παραμένει στρεσαρισμένο και σταδιακά σχηματίζει την λανθασμένη εντύπωση ότι είναι αβοήθητο και οι κραυγές του προς τους άλλους δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα.

Η αυτονόμηση του παιδιού χτίζεται σε λάθος βάση

Τα μωρά δεν είναι πλήρως ανεπτυγμένοι άνθρωποι και ο εγκέφαλός τους είναι ακόμη στο ξεκίνημα της ανάπτυξής του. Για να φτάσει στο 90%, χρειάζεται μια πενταετία και η διαμόρφωση της αντίληψης και των συναισθηματικών αντανακλαστικών του εξαρτάται σε μεγάλο ποσοστό από την εμπειρία του με τους ανθρώπους που το φροντίζουν. Όταν ένα παιδί αφήνεται να παρηγορηθεί μόνο του, όχι μόνο δεν μαθαίνει να φροντίζει τον εαυτό του, αλλά στερείται και της απαραίτητης υποστήριξης που θα το βοηθήσει να καλλιεργήσει την αυτοπεποίθησή του. Και η μετέπειτά αυτονόμησή του γίνεται ακόμη πιο δύσκολη υπόθεση.

Υπονομεύεται ο δεσμός του παιδιού με τον γονιό

Κανένα μωρό δεν κλαίει για να εκμαιεύσει την προσοχή του γονιού. Κλαίει για να του υπενθυμίσει ότι τον έχει ανάγκη. Αν ο γονιός δεν ανταποκριθεί και αγνοήσει το κλάμα του παιδιού, ο δεσμός που διαμορφώνεται μεταξύ τους δεν θα είναι ασφαλής. Το παιδί τότε αδυνατεί να σχηματίσει την πεποίθηση ότι ο γονιός θα είναι δίπλα του για να του παράσχει υποστήριξη, παρηγοριά και ασφάλεια οποιαδήποτε στιγμή χρειαστεί και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Κατά συνέπεια, θα μεγαλώσει με ένα αίσθημα ανασφάλειας που μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην συναισθηματική του ισορροπία.

Το παιδί σχηματίζει αρνητική αντίληψη για το πως λειτουργεί ο κόσμος

Σύμφωνα με τον αναπτυξιολόγο Έρικ Έρικσον, ο πρώτος χρόνος στη ζωή ενός παιδιού είναι η περίοδος που ξεκινά να διαμορφώνει μια πρώτη στάση απέναντι στον κόσμο γύρω του. Όταν οι γονείς του ανταποκρίνονται στις ανάγκες του, αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως ένα μέρος όπου μπορεί να επιβιώσει και που δεν θα αφεθεί ποτέ στην τύχη του απ’ τους άλλους. Στην αντίθετη περίπτωση, αναπτύσει μια πρώιμη δυσπιστία για τους ανθρώπους που μπορεί να εξελιχθεί σε χαμηλή αυτοεκτίμηση. Έρευνες έχουν δείξει ότι η παρατεταμένη έκθεση ενός μωρού στην αβεβαιότητα και το άγχος που του προκαλεί αυτή, μπορεί να οδηγήσει σε προβληματικές συμπεριφορές έως και στην ενήλικη ζωή του.

v