Να, λοιπόν, που ένα νέο μεγάλο κύμα εργασιακής μετανάστευσης ήρθε να σαρώσει τη μέση ελληνική οικογένεια. Τη νέα ελληνική οικογένεια. Την οικογένεια με τα παιδιά στο δημοτικό, τα διαβάσματα και τις απογευματινές δραστηριότητες. Την οικογένεια με το δάνειο που πήρε πριν από περίπου μια δεκαετία, όταν το ζευγάρι παντρεύτηκε κάνοντας όνειρα για βίο ανθόσπαρτο. Όταν ο κατώτατος μισθός για έναν πτυχιούχο ήταν 750 ευρώ. Την οικογένεια με τα πτυχία, τα διπλώματα και τα μεταπτυχιακά ακόμα κορνιζαρισμένα στον τοίχο του γραφείου. Πού να φανταζόταν τότε η Σοφία, η Μαρία και κάθε μαμά που αυτή τη στιγμή βλέπει τον άντρα της μόνο μέσω Skype ότι αυτά θα γίνονταν κάποτε τα διαβατήρια για έναν καλύτερο μισθό στο εξωτερικό που να μπορεί να στηρίξει την οικογένεια;
«Ο μπαμπάς λείπει ταξίδι για δουλειές»
Το έχει ξαναζήσει η ελληνική οικογένεια το «έργο» αυτό –την δεκαετία του ’50 μόνο, ξεσπιτώθηκαν κοντά μισό εκατομμύριο Έλληνες σε Αμερική και Γερμανία, πόσοι ακόμα σε Αυστραλία και άλλες χώρες της Ευρώπης. Επρόκειτο για ανθρώπους που έβλεπαν ότι δεν είχαν κανένα μέλλον εδώ, ανθρώπους χωρίς μεγάλα εφόδια και προσόντα που ως επί το πλείστον βρέθηκαν να δουλεύουν στις βαριές βιομηχανίες. Και που πήραν και την οικογένειά τους μαζί, αφήνοντας έτσι μικρά περιθώρια επιστροφής.
Αυτή τη φορά, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι μπαμπάδες που φεύγουν για δουλειά στο εξωτερικό είναι επιστήμονες. Από αυτούς που κανονικά δεν θα έπρεπε να αναζητούν δουλειά αλλού. Ο άντρας της Αθηνάς είναι χειρουργός στο Λονδίνο. Εκείνη είναι, επίσης, γιατρός εδώ, ενώ μεγαλώνει πλέον μόνη τα δύο της παιδιά (4 και 7 ετών). Ο μπαμπάς έρχεται το πολύ μια φορά τον μήνα. Αντίστοιχη και η περίπτωση της Μαρίας –ο άντρας της είναι προγραμματιστής. Είχε δουλειά στην Ελλάδα, η οποία όμως δεν πήγαινε καλά και, όπως μου είπε η ίδια, «αν την έχανε, θα είχαμε σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης, γιατί έχουμε δύο παιδιά, ένα μεγάλο δάνειο και εγώ είμαι καθηγήτρια που πλέον κάνω μόνο ιδιαίτερα, οπότε τα χρήματα δεν περισσεύουν.» Και εκείνος κάθε μήνα σχεδόν έρχεται, για ένα τριήμερο «κατά το οποίο είναι πτώμα από το ταξίδι και τη δουλειά, οπότε δεν προλαβαίνουμε καλά-καλά να τον δούμε».
Ακόμα πιο δύσκολα είναι τα πράγματα για τη Σοφία και την Αναστασία, οι άντρες των οποίων είναι μηχανολόγοι-μηχανικοί και εργάζονται στις αραβικές χώρες. Στην περίπτωση του πρώτου, δεν υπήρχε καμία προοπτική αξιοπρεπούς εργασίας στην Ελλάδα, ενώ για τον δεύτερο οι ανάγκες της εταιρίας ήταν εκεί, οι δε ανάγκες της οικογένειας (με 3 παιδιά ο συγκεκριμένος) ήταν στον… Θεό, οπότε δεν υπήρχε βιώσιμη εναλλακτική. Οι συγκεκριμένοι μπαμπάδες επισκέπτονται την οικογένειά τους περίπου κάθε 3 μήνες.
Το φαντάζεστε; Τρεις ολόκληρους μήνες χωρίς τον άντρα σας, μόνη σας με τα παιδιά;
«Κούραση, θυμός, αναμονή, αγωνία»
Και παρόλο που οι περισσότερες μπορούμε πολύ καλά να φανταστούμε την κούραση που ενέχει το να μεγαλώνεις μόνη σου τα παιδιά (δεν χρειάζεται να λείπει ο άντρας σου στο εξωτερικό –και 12 ώρες την ημέρα να δουλεύει, μπορείς να πάρεις μια ιδέα), αυτό που δεν μπορούμε να φανταστούμε είναι το αποκλειστικό βάρος της ευθύνης των παιδιών. «Ο άντρας μου έλειπε στα τελευταία μου ραντεβού στον γυναικολόγο. Έλειπε ακόμα και όταν γέννησα πρόωρα. Είχα να πάρω μόνη μου ένα σωρό αποφάσεις για το μωρό», λέει η Σοφία. «Ξέρεις τι σημαίνει να έχεις πάνω σου όλη την καθημερινότητα τριών παιδιών; Τα διαβάσματά τους, τα προβλήματά τους στο σχολείο ή με τους φίλους τους. Την γκρίνια και τον θυμό τους που ο μπαμπάς δεν είναι εκεί. Που ο δικός τους μπαμπάς δεν τα παρακολουθεί στην προπόνηση του ποδοσφαίρου…», συμπληρώνει η Αθηνά.
Όταν τα παιδιά τους αρρωσταίνουν είναι μόνες τους. Πρέπει εκείνες να ξυπνήσουν 100 φορές μέσα στη νύχτα για να τους βάλουν θερμόμετρο, για να τα καθησυχάσουν από εφιάλτες. Εκείνες να τα πάνε και να τα φέρουν στις δραστηριότητες, στα παιδικά πάρτι. Όλες σχεδόν οι μαμάδες με τις οποίες μίλησα περιέγραψαν πόσες ενοχές έχουν που δεν αφιερώνουν ουσιαστικό χρόνο σε κανένα από τα παιδιά τους, γιατί πάντα τρέχουν από το ένα στο άλλο.
Όσο για τον εαυτό τους; Σε αυτόν κι αν δεν αφιερώνουν τίποτα. «Μπάνιο κάνω αφού κοιμηθεί ο μικρός, σε χρόνο μηδέν μη τυχόν ξυπνήσει, ενίοτε χωρίς καν να λουστώ», περιγράφει η Σοφία. «Κάθε βράδυ κάθομαι μόνη μου και βλέπω τηλεόραση. Κάθε βράδυ», λέει η Αναστασία. Όλες συμφωνούν ότι αυτή είναι και η πιο δύσκολη ώρα της ημέρας. Η ώρα της απόλυτης μοναξιάς. Η ώρα της περισυλλογής που η αδιανόητη κούραση δεν σου αφήνει και πολλά περιθώρια για αισιόδοξες σκέψεις.
Και ναι, υπάρχει το Skype που δίνει την δυνατότητα της εικόνας, δημιουργώντας την αίσθηση της αμεσότητας. «Ο μικρός μου τις προάλλες έψαχνε πίσω από το tablet να βρει τον μπαμπά του», λέει η Σοφία, πολύ πιο ψύχραιμη από εμένα που κόντεψα να δακρύσω. «Περάσαμε ένα μεγάλο διάστημα που η μεγάλη μου κόρη δεν ήθελε καν να τον βλέπει –τόσο θυμωμένη ήταν μαζί του», λέει η Αναστασία.
Και ναι, υπάρχουν οι παππούδες που βοηθούν όσο μπορούν, κρατώντας τα παιδιά όλη μέρα, όσο οι μαμάδες δουλεύουν –αλλά πόσο να αντέξουν κι αυτοί; Στην περίπτωση της Αναστασίας με τα 3 παιδιά υπάρχει και μία γυναίκα που βοηθάει, «γιατί αλλιώς δεν βγαίνει».
Και ναι, τουλάχιστον έτσι δεν πνίγονται οικονομικά, όπως θα συνέβαινε αν ο μπαμπάς παρέμενε στην υπάρχουσα δουλειά του ή αν δεν είχε καθόλου δουλειά. (Όπως, συμβαίνει, δηλαδή σε άλλες -πιο τυχερές ή πιο άτυχες, δεν ξέρω- οικογένειες).
Και ναι, δεν είναι οι μόνες γυναίκες που περνούν πολύ καιρό μακριά από τον άντρα τους –τι να πουν και οι γυναίκες των ναυτικών; Ξέρετε κάτι, όμως; Αυτές οι γυναίκες δεν το διάλεξαν. Δεν παντρεύτηκαν με αυτή την προϋπόθεση. Δεν έκαναν δύο και τρία παιδιά με αυτή την παραδοχή. Αναγκάστηκαν. Και δεν είναι καθόλου ευχαριστημένες με αυτή την κατάσταση –επιβεβαιωμένα.
Ούτε εκείνες, ούτε τα παιδιά, ούτε βέβαια ο σύζυγος δεν απολαμβάνουν αυτό το μοντέλο. Στην περίπτωση των παιδιών, όσο πιο μεγάλα, τόσο πιο δύσκολα, καθώς αντιδρούν περισσότερο. «Βρίσκονται σε μία συνεχή κατάσταση αναμονής, όταν έρχεται ο μπαμπάς ενθουσιάζονται με τα δώρα που τους φέρνει, η ζωή τους γίνεται άνω-κάτω για μερικές μέρες και μετά, αφού φύγει ο μπαμπάς, για να τα ξαναβάλω σε πρόγραμμα μου βγαίνει η ψυχή», εξηγεί η Αναστασία.
Όσο για τον μπαμπά, αυτός κι αν βιώνει μοναξιά. «Ο δικός μου έχει προσπαθήσει τώρα τελευταία να έρχεται πιο συχνά και να κάθεται παραπάνω μέρες, δουλεύοντας από το σπίτι, γιατί είχε αρχίσει να τρελαίνεται μακριά από τα παιδιά. Υπέφερε κι εκείνος», λέει η Μαρία, κατανοώντας βέβαια ότι είναι η φύση της δουλειάς του τέτοια που του δίνει αυτή τη δυνατότητα. Για τους υπόλοιπους, υπάρχει απλά μία νοητή ημερομηνία λήξης αυτής της κατάστασης.
Για πόσο ακόμα;
Καμία μαμά δεν μπόρεσε να μου απαντήσει με βεβαιότητα. «Μέχρι να τελειώσει το έργο», μου είπε η Σοφία, χωρίς όμως να είναι βέβαιη για το μετά, καθώς δεν υπάρχει κάποια άλλη δουλειά να περιμένει τον άντρα της εδώ. «Τουλάχιστον μέχρι να ξεμπερδέψουμε με τις μεγάλες οικονομικές μας υποχρεώσεις», απάντησε η Μαρία. «Ίσως όταν μεγαλώσουν τα παιδιά να φύγουμε κι εμείς για Λονδίνο», είπε η Αθηνά. «Προσωπικά δεν πιστεύω ότι θα αντέξω αυτή την κατάσταση για παραπάνω από 2 χρόνια ακόμα», απάντησε η Αναστασία που ο άντρας της λείπει ήδη 3.
«Το καλό της υπόθεσης είναι πως όταν τελικά ο μπαμπάς επιστρέφει, τα πράγματα γίνονται ξανά όπως πριν», δίνει ελπίδα η Νίκη, μια μεγαλύτερης ηλικίας μαμά που έζησε μια αντίστοιχη κατάσταση όταν ο δικός της μπαμπάς χρειάστηκε να δουλέψει για τέσσερα χρόνια στις αραβικές χώρες, την εποχή που εκείνη ήταν στο δημοτικό. Η ίδια, θέλοντας να δώσει κουράγιο στις μαμάδες, μου είπε ότι «ναι μεν η μάνα είναι που "τραβάει το μεγαλύτερο κουπί", όμως είναι τόσο μεγάλη η ανυπομονησία της επιστροφής και η ανακούφιση όταν τελικά η στιγμή αυτή έρθει, που οποιοδήποτε συναισθηματικό κενό δημιούργησε αυτή η απουσία, κλείνει». Ο μπαμπάς κάποτε επιστρέφει και η ζωή γίνεται ξανά κανονική. Ή όσο πιο κανονική μπορεί, τελικά, να είναι η ζωή μας σήμερα.