«Ο πατέρας έχει άνοια. Θυμάται μόνο τη μητέρα, τη φτώχεια των παιδικών του χρόνων, την οδό του σπιτιού μας, όχι τον αριθμό, ονόματα φυτών και δένδρων και να είναι ευγενής με όλους. Ξέρει ότι με γνωρίζει, αλλά πια δεν με αναγνωρίζει.
Εκπλήσσεται με τον άνδρα που του συστήνεται ως γιος του. Μας κοιτάζει με ένα ντροπαλό χαμόγελο, σαν να ζητάει συγγνώμη που ξέχασε. Δεν παραπονιέται ποτέ. Απλώς κάπου κάπου τα βάζει με φανταστικούς εχθρούς. Η βιωμένη ζωή του εμφανίζεται ξαφνικά , όμως , κρατάει λίγο. Μετά πάλι σκηνοθετεί - κάθε φορά αλλιώς - τα σπαράγματα της μνήμης.
Συναινώ με τις μεταβαλλόμενες βεβαιότητές του, τι νόημα έχει να τον διορθώνω;
Του αρέσει πάντα ο ήλιος και το κρύο νερό. Προτιμάει τα γνώριμα φορεμένα ρούχα του, τα καινούργια τα αντιμετωπίζει όμοια με αφιλόξενο τοπίο. Απορεί με τα κλειστά διαμερίσματα. "Πού πήγαν όλοι, γιατί τα αγόρασαν αφού θα έφευγαν;" αναρωτιέται αναστατωμένος. "Η κρίση , πατέρα".
Μερικά χρόνια πριν κουβεντιάζαμε γι’ αυτήν, τώρα μοιάζει να μην καταλαβαίνει.
Φωτίζεται το πρόσωπό του όταν βλέπει παιδιά. Και εκείνα - γνωστά, άγνωστα - τον αγκαλιάζουν ανεπιφύλακτα.
Τον κοιτάζω διαπεραστικά μήπως τον φέρω πίσω από την άγνωστη χώρα. Είναι μεγάλη η απόσταση και πια δεν γίνεται να γυρίσει.
Μου λείπει ο λησμονημένος εαυτός του.
Μιλήστε με τους δικούς σας όσο είναι καιρός. Μπορεί να σας τους κλέψει αυτή η καταραμένη ομίχλη του μυαλού».