Γιατί επιλέξατε τον Μάγο του Οζ; Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να περάσετε στους μικρούς θεατές και γιατί είναι ακόμα επίκαιρο;
Ο «Μάγος του Οζ» γράφτηκε το 1900, από τον άσημο (μέχρι τότε) Frank Baum. Το 1939 έγινε ταινία (μια απ’ τις ακριβότερες παραγωγές τις Metro Goldwyn Mayer) και προτάθηκε για έξι Όσκαρ. Κέρδισε δύο. Της καλύτερης μουσικής επένδυσης και του καλύτερου τραγουδιού (το Over the Rainbow).
Σήμερα, η ταινία θεωρείται «κλασική» και αποτελεί μέρος της αμερικανικής ποπ κουλτούρας. Εγώ την είδα στη δεκαετία του ’70. Από την πρώτη στιγμή μου έκανε εντύπωση η «προφητική» της διάσταση και όσα κρύβονται κάτω από την επιφάνεια της «παιδικής» μορφής της.
Για σκεφτείτε. Ο Μπάουμ αποδέχεται τη διαφορετικότητα, εκατό χρόνια πριν την αποδεχτούν οι σύγχρονες κοινωνίες. Στο «παραμύθι» του, τέσσερα εντελώς διαφορετικά πλάσματα (η Δώρα, το Σκιάχτρο, ο Λαμαρινένιος και το Λιοντάρι,) επικοινωνούν, αγαπιούνται και συνεργάζονται για τον κοινό σκοπό που τους ενώνει: Να βρουν αυτό που ΝΟΜΙΖΟΥΝ ότι τους λείπει. Έτσι, αποφάσισα τη θεατρική μεταφορά του.
Στην παράστασή μας, αναδεικνύεται η ανάγκη της συντροφικότητας, της επικοινωνίας και της συνεργασίας. Ο μικρός (και όχι μόνο) θεατής, θα κατανοήσει πως η συλλογική προσπάθεια είναι ο μόνος τρόπος, για να πετύχει κανείς τους στόχους του, χωρίς να καταφεύγει σε «σωτήρες», που εκμεταλλεύονται τα αδιέξοδα κάθε εποχής την έλλειψη επικοινωνίας και την αμορφωσιά.
Τι σας παρακινεί να στηρίζετε το παιδικό θέατρο; Τι «κερδίζει» ο Νίκος Δαφνής από την επαφή του με τα παιδιά;
Είναι μια «εμμονή», που βασίζεται στην πεποίθησή μου ότι ΜΟΝΟ τα παιδιά μπορούν να «επηρεαστούν» από τη δουλειά μου σαν άνθρωπος και καλλιτέχνης. Οι ενήλικοι έχουμε κάνει τις επιλογές μας, που δύσκολα αλλάζουν. Ο ανήλικος όμως θεατής, που σήμερα είναι «άγραφο χαρτί», αύριο θα είναι Πολίτης, επιστήμονας, εργαζόμενος, ή (γιατί όχι) πολιτικός.
Η διασκέδαση ελάχιστα με ενδιαφέρει. Η διαπαιδαγώγηση πολύ.
Αυτό χαρακτηρίζει τη δουλειά μου και γι’ αυτό την κάνω εδώ και 42 χρόνια (το 1981 ήμουν συνιδρυτής του ιστορικού «Θιάσου ‘81» που - δυστυχώς - δεν υπάρχει πια). Έχω δει παιδιά-θεατές να βγαίνουν βουρκωμένα από παράστασή μου και να ρωτούν με απορία: Πειράζει που έκλαψα;
Έχω δει και γονείς να θεωρούν πως έχουν … πετάξει τα λεφτά τους, επειδή τα παιδιά τους δεν ούρλιαξαν, δεν χαχάνισαν. Τους λέω … «λυπάμαι» και συνεχίζω.
Βέβαια, έχω δει και γονείς που πολλά χρόνια μετά την παράσταση που είδαν σαν παιδιά, να φέρνουν τα δικά τους παιδιά τους και να ομολογούν ότι η παράσταση που είδαν ΤΟΤΕ, επηρέασε καθοριστικά τη ζωή τους. Μου έχει συμβεί αρκετές φορές. Και ήταν συγκλονιστική εμπειρία. Αυτή η εμπειρία είναι το κέρδος μου. Που δεν αποτιμάται σε χρήματα.
Οι «Ακρότητες» ανεβαίνουν για 2η χρονιά. Γιατί επιλέξατε αυτό το έργο και γιατί πιστεύετε ότι είχε τόσο μεγάλη επιτυχία;
Η επιλογή οφείλεται σε ένα (απ’ τα πολλά) απωθημένα μου, που «γεννήθηκε» το 1985, όταν είχα δει την παράσταση στο θέατρο Λαμπέτη, σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασέν, με την Κάτια Δανδουλάκη, τον Αντρέα Μπάρκουλη, την Αφροδίτη Γρηγοριάδη και την Κατερίνα Μαραγκού. Ήταν μια σπουδαία παράσταση, που όμως … δεν μου άρεσε.
Όλα ήταν τόσο προφανή και αναμενόμενα. Ιδιαίτερα ο Μπάρκουλης, που από την πρώτη στιγμή «κραύγαζε» … βιαστής. Αυτό με ξενέρωσε. Εγώ θα ήθελα ο βιαστής να είναι το «καλό παιδί, της διπλανής πόρτας».
Και έτσι κατέληξα στον Θοδωρή Αντωνιάδη που είναι ο ορισμός του καλού παιδιού. Ήθελα ακόμα το «θύμα» να είναι μια σεξουαλικά απελευθερωμένη γυναίκα και σαν τέτοια να συμπεριφέρεται (όπως κάθε γυναίκα έχει το δικαίωμα να συμπεριφέρεται) χωρίς αυτό να «νομιμοποιεί» τον βιασμό της. Έτσι, κατάληξα στη δυναμική και πανέμορφη Ελεονώρα Αντωνιάδου.
Τα άλλα δυο πρόσωπα, αντιπροσωπεύουν δυο διαφορετικές «στάσεις» απέναντι στην πράξη του βιασμού. Τη σιωπή (ανοχή) και το νόμο (καταγγελία). Ερμηνεύονται από την έμπειρη Κωνσταντίνα Σαραντοπούλου και την εξαιρετικά ταλαντούχα Σοφία Αγγελικοπούλου.
Αυτή η εξαιρετική διανομή και το κλίμα που αναπτύχθηκε μεταξύ μας, νομίζω ότι εξηγεί την πολύ μεγάλη επιτυχία της παράστασης. Πέρυσι κάναμε 34 παραστάσεις. Οι 30, sold out. Με δεδομένα τα παραπάνω, ήταν φυσικό να την επαναλάβουμε για 20-25 παραστάσεις, μέχρι τα μέσα του Γενάρη. Στην πρεμιέρα μας (4/11) είχαμε το 31ο sold out. Ελπίζουμε να … συνεχίσουν.
Πώς (και γιατί) αποφασίσατε να ιδρύσετε το «Θέατρο κάτω από τη Γέφυρα»;
Είναι μια ιστορία που ξεκινάει από πολύ παλιά. Εγώ, είμαι Πειραιώτης. Στον Πειραιά που γεννήθηκα και μεγάλωσα, υπήρχαν 7-8 κινηματογράφοι, 5-6 θέατρα, 2 κινηματογραφικές λέσχες και 5 δραστήριοι πολιτιστικοί σύλλογοι. Τελειώνοντας το στρατό (το 1977) είχα βάλει ένα χρονικό όριο μιας πενταετίας για να μπορώ να επιλέγω τις δουλειές που θα συμμετείχα. Θέατρο, ρόλος, αμοιβή, συνεργάτες (όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά).
Και σ’ ένα βαθμό τα είχα καταφέρει αν και η εμπλοκή μου με τα συνδικαλιστικά (από την αρχή, μέλος στη διοίκηση του ΣΕΗ) δυσκόλευε κάπως τα πράγματα. Το πιο δύσκολο όμως ήταν η ανάγκη να φροντίζω να κερδίζω την εκτίμηση ανθρώπων που (πολύ συχνά) δεν εκτιμούσα. Αυτό δεν το πάλευα. Έτσι το 1981, μαζί με τέσσερις συνάδελφους ιδρύσαμε τον «Θίασο’ 81». Μείναμε μαζί πολλά όμορφα (αν και δύσκολα) χρόνια.
Όταν το 1996, βρήκα το χώρο κάτω από την οδογέφυρα, στον Πειραιά υπήρχαν δυο κινηματογράφοι, ένα «θέατρο» που υπολειτουργούσε, το Δημοτικό (κλειστό για δεκατρία χρόνια) το Βεάκειο και το Δελφινάριο (το καλοκαίρι) και ΤΙΠΟΤΕ ΑΛΛΟ. Πώς να το αντέξω; Πρότεινα στην ομάδα να το πάρουμε, συμμετέχοντας στη σχετική δημοπρασία.
Δεν δέχτηκαν και έτσι προχώρησα μόνος μου, υποθηκεύοντας το σπίτι μου και δουλεύοντας σαν σκυλί πέντε μήνες, απ’ το πρωί ως το … άλλο πρωί. Το θέατρο έκανε πρεμιέρα στις 9 Φλεβάρη του 1997. Τον επόμενο χρόνο έφυγα απ’ τον Θίασο ‘ 81 και αφιερώθηκα στο «Κάτω απ’ τη γέφυρα». Στην αρχή μόνος μου. Τα πρώτα χρόνια, «πέτρινα». Αγώνας και αγωνία.
Μετράτε ήδη 46 χρόνια σαν ηθοποιός, 41 σαν παραγωγός, 30 σαν σκηνοθέτης και από το 1997 είστε στο θέατρο «Κάτω απ’ τη γέφυρα». Υπάρχουν πράγματα που θέλετε να κάνετε και δεν τα έχετε κάνει ακόμα;
Ναι, υπάρχει. Θέλω να φροντίσω για τη «διάδοχη κατάσταση». Τώρα που το θέατρο έχει βρει τον βηματισμό του, όλα είναι πιο εύκολα. Ο αγώνας για την οικονομική επιβίωσή του, είναι πιο ήπιος.
Τώρα έχουν βρεθεί κοντά μου άξιοι συνεργάτες, που έχουν μάθει την «κουζίνα» της δουλειάς. Πρώτη μεταξύ ίσων η Κωνσταντίνα η Σαραντοπούλου, που εδώ και δεκαεφτά χρόνια μοιραζόμαστε τη ζωή, τα όνειρα και τη δράση του θεάτρου.
Πιστεύω ότι μαζί με την κόρη μου την Ελένη (άξια συνάδελφος και εξαιρετικά εργατικό παιδί) θα φροντίσουν για να υπάρχει το θέατρο και μετά από εμένα. Και να υπάρχει με τους ίδιους στόχους, το ίδιο καλλιτεχνικό όραμα, την ίδια πολιτισμική αξιοπιστία και την ίδια εργασιακή φερεγγυότητα.
Προπώληση εισιτηρίων για τις παραστάσεις «Ο Μάγος του Οζ» και «Ακρότητες» εδώ.