«Ζούμε σε ένα σπίτι με τέσσερις κρεβατοκάμαρες.
Και αυτοί είμαστε εμείς.
Κάθε βράδυ και κάθε πρωί.
Συνήθιζα να το παλεύω. Συνήθιζα να τους λέω ότι αυτό δεν είναι υγιεινό. Ότι θα ξεκουραστούν καλύτερα στα δικά τους κρεβάτια. Να δώσουν μία ευκαιρία. Ότι τα κρεβάτια τους είναι πιο άνετα από το πάτωμα. Δεν είχε αποτέλεσμα ότι κι αν τους είπα.
Δύο χρόνια πριν, κοιμόμουν κάθε βράδυ, στο πάτωμα, στο νοσοκομείο, δίπλα στο κρεβάτι της γυναίκας μου της Rachel. Πολλοί προσπάθησαν να μου πουν να πάω σπίτι, να ξεκουραστώ. Ότι το κρεβάτι μου σίγουρα θα ήταν πιο άνετο από το πάτωμα. Τίποτα δεν είχε αποτέλεσμα ότι κι αν μου είπαν.
Μου πήρε δύο χρόνια αλλά τώρα κατάλαβα. Κανείς δεν μπορούσε να με πείσει να φύγω από δίπλα της. Παρόλα όσα μου λέγανε, το να είμαι στο πλευρό της ήταν το σωστό μέρος για να βρίσκομαι. Δεν υπήρχε κανένα μέρος που να ένιωθα πιο ασφαλής από το πάτωμα, ακριβώς δίπλα της.
Δεν παλεύω πια να αλλάξω γνώμη στα παιδιά μου. Είναι σχεδόν δύο χρόνια που έχουν χάσει την μαμά τούς και είναι ξεκάθαρο ότι δίπλα μου θέλουν να είναι και κανένα μέρος δεν είναι πιο ασφαλές για αυτά από το πάτωμα ακριβώς δίπλα μου.»