Τι συμβαίνει στο παιδί όταν του φωνάζουμε
Είναι σίγουρο ότι υψώνοντας τη φωνή αιχμαλωτίζουμε την προσοχή του παιδιού και ακούει επιτέλους αυτό που θέλουμε να του πούμε – ή, τουλάχιστον, έτσι φαίνεται. Στην πραγματικότητα, όμως, το παιδί βιώνει ένα μικρό σοκ και είτε θα αντιδράσει με την ίδια ένταση, είτε θα φύγει χολωμένο, είτε θα μείνει «παγωμένο» χωρίς να καταλαβαίνει τι κακό έκανε που προκάλεσε μια τόσο έντονη αντίδραση.
Όταν φωνάζουμε ουσιαστικά αποτυγχάνουμε να επικοινωνήσουμε αυτό που θέλουμε και το παιδί μένει με την αίσθηση ότι «τ’ ακούει» επειδή βρίσκεται στη θέση του μικρού. Κι αν αρχικά οι φωνές μας έχουν αποτέλεσμα, σταδιακά το παιδί αποκτά μια σχετική ανοσία και βρισκόμαστε να φωνάζουμε χωρίς νόημα. Ταυτόχρονα, χάνει την εμπιστοσύνη του σε μας και γίνεται όλο και πιο δύσκολο για ‘κείνο να μας ανοιχτεί – να μιλήσει για όσα νιώθει και όσα του συμβαίνουν εκτός σπιτιού.
Το χειρότερο σενάριο είναι το παιδί να προσομοιωθεί τον ρόλο που του αποδίδεται όταν του φωνάζουμε, εκείνο του «άτακτου», του «ανυπάκοου», του «αποτυχημένου» κοκ. Κάπως έτσι, δεν αποκτά ποτέ αληθινή αυτοπεποίθηση και βρίσκεται να επαναλαμβάνει τις συμπεριφορές που θέλαμε ν’ αποτρέψουμε γιατί, απλούστατα, έχει εγκλωβιστεί στην εικόνα που νομίζει ότι έχουμε για ‘κείνο. Κοντολογίς, όχι μόνο δεν κερδίζουμε τίποτα με τις φωνές, αλλά επηρεάζουμε έμμεσα την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού.
Πώς να το πειθαρχήσουμε χωρίς νεύρα
Οπότε, το να πειθαρχήσουμε το παιδί χωρίς φωνές μοιάζει πραγματικά μονόδρομος και οφείλουμε να τον ακολουθήσουμε. Κι επειδή είναι απολύτως φυσιολογικό να χάνουμε την υπομονή μας πότε πότε, καλό είναι να θυμόμαστε πως τα παιδιά δεν κάνουν τίποτα με πλήρη συνείδηση – ξεχάστε τον μύθο ότι παίζουν με τα νεύρα μας – αλλά ζητάνε αυτό που επιθυμούν ή νιώθουν πως δικαιούνται. Εμείς πρέπει να μένουμε ψύχραιμοι και να τους εξηγούμε για ποιο λόγο δεν μπορεί να γίνει αυτό.
Όταν, πάλι, το παιδί επιδεικνύει διαρκώς προβληματική ή αντικοινωνική συμπεριφορά τη στιγμή ακριβώς που του λέμε «όχι» ή «μη», μπορούμε ν’ ακολουθήσουμε έναν άλλο δρόμο από εκείνον της οργισμένης αντίδρασης: τον δρόμο του χιούμορ. Με ήρεμη φωνή, μπορούμε να διακωμωδήσουμε την κατάσταση και να εκτονώσουμε την ένταση, δείχνοντας στο παιδί ότι δεν επηρεαζόμαστε από τις δικές του φωνές. Και ταυτόχρονα, παρέχοντας – με αγάπη και υπομονή γιατί αυτό το μάθημα θέλει τον χρόνο του – ένα πρότυπο ήρεμης διαχείρισης.
Παράλληλα, μπορούμε να χρησιμοποιούμε διάφορα τρικ για να μη φτάσουμε στα όριά μας, όπως είναι π.χ. η αποφυγή οποιασδήποτε αντίδρασης για λίγη ώρα (ώσπου να ηρεμήσουμε) και η πρόληψη, η αποφυγή δηλαδή των συνθηκών που οδηγούν το παιδί σε ανάρμοστη συμπεριφορά. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να θυμόμαστε πως είμαστε οι ενήλικες της υπόθεσης και οφείλουμε να διαχειριστούμε μια δυσάρεστη κατάσταση με το παιδί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Πότε είναι χρήσιμο να υψώνουμε τη φωνή
Παρ’ όλ’ αυτά, το να υψώνουμε τη φωνή δεν είναι απολύτως απευκταίο, αφού με τη σωστή χρήση μπορεί να γίνει εργαλείο στα χέρια των γονιών. Ακόμη ένας λόγος να μη φωνάζουμε με το παραμικρό, αφού η κατάχρηση και η αρνητική χροιά που του δίνουμε το εξουδετερώνει. Για παράδειγμα, πρέπει να φωνάζουμε όταν αισθανόμαστε πως το παιδί μας κινδυνεύει και πρέπει να τραβήξουμε την προσοχή του σ’ αυτό που πρέπει ν’ αποφύγει. Ή όταν βιαζόμαστε κι εκείνο κωλυσιεργεί – όχι να το μαλώσουμε αλλά να το ταρακουνήσουμε για ν’ αντιληφθεί πως πρέπει να συγκχρονιστεί μαζί μας. Ή όταν δύο αδέρφια μαλώνουν και πρέπει να διαλύσουμε τον τσακωμό.
Προφανώς, οι εξαιρέσεις δεν είναι λίγες κι είναι, τελικά, στην κρίση μας το πώς θα χρησιμοποιήσουμε τον τόνο της φωνής μας για καλό. Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι η φωνή χρησιμεύει στο να κερδίσουμε τη προσοχή του παιδιού. Στη συνέχεια, όμως, θα πρέπει να του μιλήσουμε ήρεμα, με σκοπό να καταλάβει τι συμβαίνει και να πράξει αναλόγως.