«Λίγο πριν κλειστούμε στα σπίτια μας, πήρα τους γιους μου κι επισκεφθήκαμε τη γιαγιά τους στο χωριό – τη μάνα μου, δηλαδή. Είχαν καιρό να ειδωθούνε και ευτυχώς που το πήραμε απόφαση και προλάβαμε την όλη κατάσταση.
Ήταν πολύ ωραίο ταξίδι γιατί πήγαμε με το τρένο και είχαμε την ευκαιρία να χαζέψουμε τη διαδρομή όλοι μαζί και να συζητήσουμε πολλά και διάφορα. Και χάρηκα ιδιαιτέρως που τα παιδιά ήθελαν να μάθουν πιο πολλά για τη γιαγιά τους – μεγαλώνουν κι έχουν πλέον πιο πολύπλοκες απορίες.
Πάνω στην κουβέντα, λοιπόν, θυμήθηκα κάτι που είχε θαφτεί στην άκρη του μυαλού μου τα τελευταία χρόνια, αλλά δεν έπαψε ποτέ να με παρηγορεί. Είναι μια φράση που η μάνα μου μας έλεγε συχνά – όταν γυρνούσαμε απ’ το παιχνίδι, όταν φεύγαμε για το σχολείο ή όταν πέφταμε για ύπνο – και μας έκανε να νιώθουμε πολύ όμορφα χωρίς να ξέρουμε ακριβώς το γιατί.
“Να θυμάστε ότι δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσε να με κάνει να μην σας αγαπάω πια”, έλεγε σε ανύποπτες στιγμές, χωρίς καμία αφορμή, κι αυτό συνέβαλλε ίσως στο να αποκτήσει αυτή η φράση μια ιδιαίτερη βαρύτητα στο μυαλό και την καρδιά μας. Ηθελημένα ή αθέλητα, μας εμφύσησε μια ακλόνητη σιγουριά πως ακόμη και κανείς στον κόσμο να μη μας ήθελε, η αγκαλιά της μάνας μας θα ήταν ανοιχτή για μας.
Υπήρξαν, όμως και φορές, καθώς μεγαλώναμε που μας έδινε και παραδείγματα: “Ακόμη και τράπεζα να ληστεύατε”, έλεγε, “θα ‘ρχόσασταν σε μένα και θα βρίσκαμε τη λύση”. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, γελάω λιγάκι. Η μάνα μου, που δεν άφηνε τίποτα να πέσει κάτω σε επίπεδο συμπεριφοράς και σεβασμού για τους κανόνες και την τάξη, να λέει στα παιδιά της ότι δεν υπάρχει λάθος ή παραστράτημα για το οποίο δεν θα τα συγχωρούσε.
Κι όμως, εκείνη ήξερε ότι το παράδειγμά της ήταν εξωπραγματικό, τόσο ώστε να μας γίνει συνείδηση πως η αγκαλιά της είχε το μέγεθος του κόσμου όλου και να σιγουρευτεί ότι πουθενά δεν θα νιώθαμε έξω απ’ αυτήν.
Έτσι κι έγινε, αφού όποτε είχαμε αμφιβολίες για τις πράξεις, τις σκέψεις ή τις αποφάσεις μας, η αδερφή μου κι εγώ σπεύδαμε να συμβουλευτούμε τη μάνα μας, χωρίς να φοβηθούμε ποτέ ότι θα πέσουμε στα μάτια της ή πως θα μας κατακεραυνώσει με την κριτική της.
Τώρα που είμαι κι εγώ πια μάνα, θα ήθελα να εμφυσήσω και στα παιδιά μου αυτή την αίσθηση ότι ανήκουν κάπου, όπου θα ανήκουν ότι κι αν γίνει και θα μπορούν να βρουν καταφύγιο, ακόμη κι απ’ τον ίδιο τους τον εαυτό.
Κι όπως κάναμε κι εμείς με τη μάνα μας, να μου λένε τα πάντα, ό,τι τα απασχολεί και τα βασανίζει χωρίς κανένα φόβο και συστολή. Καθώς μεγαλώνουν κι η ζωή γίνεται πιο περίπλοκη, θέλω να με βλέπουν σαν τον μεγαλύτερο σύμμαχό τους, που δεν θα τους εγκαταλείψει ποτέ.
Το υποσχέθηκα, άλλωστε, και στη γιαγιά τους, στην τελευταία μας επίσκεψη στο χωριό.»