«Χαμογελώ καθώς παρακολουθώ τον γιο μου να παιδεύεται να βγάλει τη φλούδα από μια λεπτή σκελίδα σκόρδο. Περιμένω λίγο πριν παρέμβω. “Πλάγιασε το μαχαίρι και πίεσε τη σκελίδα”, του λέω, “και η φλούδα θα βγει μόνη της”. Το κάνει και μου χαμογελάει κι αυτός.
Δεν θυμάμαι να έχω κάτσει ποτέ στην κουζίνα μου χωρίς να κάνω τίποτα, αλλά αυτές τις μέρες, που τα παιδιά μου έχουν αποκλειστεί στο σπίτι μαζί μας (οι σχολές τους έκλεισαν και πρόλαβαν να επιστρέψουν), είπα να απολαύσω την παρουσία τους που μου έχει λείψει. Και τη φροντίδα τους φυσικά, αφού έχουν μεγαλώσει πια και βρήκαν ευκαιρία να μας το αποδείξουν.
Βλέπω λοιπόν τον μεγάλο γιο μας να ετοιμάζει μεσημεριανό, πίνοντας το καφεδάκι μου και λύνοντας τα αγαπημένα μου σταυρόλεξα, και σκέφτομαι πότε έφτασε τον πάγκο και πότε έμαθε κιόλας να μαγειρεύει. Δεν ήταν μόλις χθες που βάζαμε ασφάλειες στα συρτάρια της κουζίνας για να μην τα ανοίξει και πάρει κανένα μαχαίρι;
Το οικογενειακό τραπέζι ήταν πάντα μια πολύ σημαντική στιγμή για όλους μας. Εκεί λέγαμε τα νέα μας, κάναμε τα αστεία μας και αισθανόμασταν ο ένας τι ένιωθε ο άλλος, αν όλα είναι καλά ή αν συνέβαινε κάτι που έπρεπε να ξέρουμε για να το αντιμετωπίσουμε. Ο μεγάλος ήταν πάντα λάτρης της συγκεκριμένης οικογενειακής παράδοσης. Ο μικρός, πάλι, ήθελε πιο πολύ την ανεξαρτησία του και βιαζόταν να πάει στο δωμάτιό του. Σήμερα, δεν έχουν αλλάξει πολλά. Απλώς, αντί να τους μαγειρεύω εγώ επέμειναν όσο μένουμε μαζί να μαγειρεύουν κι εκείνοι για να “με ξεκουράζουν”.
Κάθομαι λοιπόν στο σκαμπό μου, ακουμπώντας στο πάσο και τους χαζεύω να ετοιμάζουν άτσαλα το φαγητό και να μου κάνουν την κουζίνα χάλια. Δεν χολοσκάω όμως, όπως θα έκανα κάποτε, γιατί το μυαλό μου τρέχει διαρκώς.
Τρέχει στα χρόνια που οι γιοι μου ήταν παιδιά και καθώς εγώ μαγείρευα, αεικίνητη και νευρική, εκείνοι άραζαν στο τραπέζι τρώγωντας σνακ, διαβάζοντας μίκι μάους και μιλώντας ακατάπαυστα για θέματα που μόνο εκείνοι καταλάβαιναν. Κι απο ‘κει, στα χρόνια που, έφηβοι πια, άραζαν στο τραπέζι τρώγωντας σνακ, διαβάζοντας κόμικς και μιλώντας για πράγματα που δεν ήθελα (και μάλλον δεν έπρεπε) ν’ ακούω.
Τώρα αράζω εγώ, τσιμπολογάω μπισκοτάκια κανέλας και ακούω τον γιο μου να μου μιλάει για την καινούργια του ζωή, τη σχολή, την κοπέλα του και το θέμα των ημερών: τον κορονοϊό. Και συνειδητοποιώ πόσο όμορφα είναι να τον ακούω να μιλάει ενώ κάθομαι – αντί να μαγειρεύω ή να σφουγγαρίζω – και πόσο πιο πολύ απολαμβάνω κι εκτιμώ αυτές τις απλές, αλλά μοναδικές στιγμές μαζί του. Προσέχοντας πάντα, βέβαια, μην ξεχαστεί και κόψει κανένα δάχτυλο γιατί πάνω απ’ όλα… είμαι η μαμά του.
Όπως τότε, που με βοηθούσαν κι οι δυο να φτιάξουμε κουλουράκια για το πάσχα κι έκαιγα τα τσουρέκια μου καθώς έτρεχα από πίσω τους να μην κάνουν καμιά βλακεία με τα σκεύη και τα μαχαιροπήρουνα.
Τώρα τους βλέπω να προσέχουν και να προσπαθούν να ετοιμάσουν το καλύτερο τους γεύμα για εμάς και σκέφτομαι πόσο καλοί σύζυγοι θα γίνουν μια μέρα. Και πόσο καλοί γονείς, φυσικά. Καλύτεροι από εμάς, ίσως, που μόνο να δουλεύουμε σκληρά ξέραμε. Αυτοί τώρα ξέρουν τα πάντα και μπορούν να τα μάθουν και στα παιδιά τους.
Τα παιδιά τους… Μα πόσο γρήγορα πέρασαν τα χρόνια. Πόσο γρήγορα οι στιγμές έγιναν αναμνήσεις.
Τις σκέψεις μου διακόπτει η φωνή του μπαμπά τους. Το τραπέζι είναι έτοιμο. Καθόμαστε όλοι μαζί στις θέσεις μας, όπως παλιά. Το φαγητό είναι υπέροχο. Όχι σαν το δικό μου, απ’ ότι λέει ο άντρας μου, αλλά υπέροχο πάραυτα.
Τελειώνοντας, πριν σηκωθώ, οι γιοι μου σηκώνονται πρώτοι, μαζύουν τα πιάτα στο άψε σβήσε και αρχίζουν να τα πλένουν… ο ένας πλένει κι ο άλλος σκουπίζει.
Αράζω στην κουνιστή πολυθρόνα και ξαναβυθίζομαι στις σκέψεις μου. Ίσως όλες εκείνες οι στιγμές στην κουζίνα μας που άκουγα χωρίς να δίνω σημασία συνεχίζοντας τις δουλειές μου, να έπαιξαν τον ρόλο τους σε όλο αυτό. Ίσως να ήταν κάτι περισσότερο από καθημερινές αγγαρείες, αλλά μικρά μαθήματα στο πως κανείς νοιάζεται, αγαπά και φροντίζει.
Αυτό με παρηγορεί λιγάκι για όλες τις στιγμές που ένιωσα πως πέρασαν ανεκμετάλλευτες. Και χαμογελάω ξανά...»