«Η μεγαλύτερη ανασφάλεια που είχα ως παιδί και πώς βοήθησα την κόρη μου να την ξεπεράσει»

«Η μεγαλύτερη ανασφάλεια που είχα ως παιδί και πώς βοήθησα την κόρη μου να την ξεπεράσει»

«Η κόρη μου είναι μοναχοπαίδι, όπως ήμουν κι εγώ. Είμαστε και οι δύο Αιγόκεροι κι έχουμε μια πληθώρα κοινών χαρακτηριστικών – άλλων που χάρηκα για ‘κείνη όταν τα πήρε και άλλων που ευχόμουν να μην είχε πάρει ποτέ. Ένα από αυτά είναι το μπουκέτο με τις ανασφάλειες που είχα ως έφηβη, μια ντουζίνα φόβους που δεν μ’ άφηναν να χαρώ τα όμορφα εκείνα χρόνια, μα ούτε και να κάνω χαρούμενους τους γύρω μου. Αντί να είμαι μια κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά, γεμάτη χαρά και ελπίδα για τη ζωή, κυκλοφορούσα με τα μούτρα μέχρι κάτω σαν μοιρολογίστρα σίγουρη για τη δυστυχία που με περίμενε.

Τον χειρότερο από αυτούς τους φόβους, τον είχα ήδη εντοπίσει στη συμπεριφορά της μικρής μου πριν μου τον εκφράσει με λόγια, ως εξής: “Δεν είμαι καλή σε τίποτα, δεν θα βρω ποτέ δουλειά και κανείς δεν θα μ’ αγαπήσει…”

Έπρεπε, λοιπόν, να τη βοηθήσω με όποιον τρόπο μπορούσα. Πρώτ’ απ’ όλα, για να μην τη δω να αφήνει στιγμές από τα καλύτερα χρόνια της ζωής της να πάνε χαμένες, όπως συνέβη μ’ εμένα. Κι έπειτα, για να μην της γίνει αυτή η ηττοπάθεια συνήθεια και αποσύρεται από τους αγώνες της ζωής πριν καν προσπαθήσει να τους δώσει και να τους κερδίσει.

Αρχικά, της έκανα μια μακρά συζήτηση, όπου της περιέγραψα τη δική μου εμπειρία στην ηλικία της, πώς ένιωθα εγώ και πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα. Της έδωσα έτσι να καταλάβει ότι στη ζωή είναι μάταιο, αντιπαραγωγικό και αυτοκαταστροφικό να προεξοφλούμε ποιο θα είναι το μέλλον μας με οδηγό τους χειρότερους φόβους μας. Άλλωστε, αν τους δίνουμε τόση αξία, γιατί να μη δώσουμε την αντίστοιχη αξία στις ελπίδες μας και να προβάλλουμε εκείνες ως το πιθανότερο σενάριο;

Σ’ αυτό το κρίσιμο σημείο της εφηβείας της, η κόρη μου έπρεπε να εμπεδώσει απόλυτα το γεγονός ότι το μέλλον μας το φτιάχνουμε εμείς και δεν προδιαγράφεται με βάση τις σχολικές μας επιδόσεις, την αποδοχή του σχολικού περίγυρου ή τις επιτυχίες μας με το άλλο φύλο.

Στη συνέχεια, προαπάθησα να της μάθω ότι το να αποδεχτεί τον εαυτό της δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να βελτιώνεται και να προσπαθεί για το καλύτερο. Όπως δεν μας ορίζει αυτό που οι άλλοι έχουν επιλέξει να πιστεύουν για εμάς, κατά τον ίδιο τρόπο, δεν πρέπει να μας περιορίζουν όσα έχουμε αποδεχτεί για τον εαυτό μας. Είμαστε υποχρεωμένοι να παλεύουμε για το καλύτερο, αλλά πάντα με βάση αυτά που θέλουμε εμείς και όχι αυτά που θέλουν οι άλλοι για εμάς – ούτε καν οι γονείς μας.

Πολύ σημαντικό για την αυτοπεποίθησή της, ήταν να αποκτήσει μια ιδέα έστω για το τι θέλει να κάνει στη ζωή της, σε τι θέλει να εκπαιδευτεί και ποιο επάγγελμα της κινεί το ενδιαφέρον. Μέχρι πρόσφατα, έλεγε ότι θέλει να κάνει πολλά, αλλά δεν τολμούσε να ξεκινήσει τίποτα – δεν ήθελε να εκτεθεί ή να αποτύχει. Είχε βολευτεί στην άνεση του δωματίου της και του στενού κοινωνικού της κύκλου και δεν έπαιρνε την απόφαση να δοκιμάσει νέα πράγματα, να βρεθεί σε νέους χώρους με άγνωστους ανθρώπους.

Της έκανα δώρο, λοιπόν, την ευκαιρία να μάθει σαξόφωνο, όπως μου ‘λεγε από μικρή – μια σειρά εισαγωγικών μαθημάτων που με το τέλος τους θα μπορούσε να αποφασίσει μόνη της αν θέλει να συνεχίσει ή όχι. Και την ενθάρρυνα να δοκιμάσει όλα όσα κατά καιρούς της είχαν γυαλίσει, όπως η αναρρίχηση και το τένις.

Της πρότεινα επίσης να δουλέψει κάπου ως μαθητευόμενη για να πάρει μια γεύση του τι σημαίνει να εργάζεται κανείς, να απομυθοποιήσει αυτό που της έμοιαζε με βουνό και πεδίο εγγυημένης αποτυχίας.

Παράλληλα, μίλησα μαζί της για τις ανθρώπινες σχέσεις και την αξία που δίνουμε ο καθένας στον εαυτό μας – πως δεν πρέπει να τον υποτιμούμε και πως αν τον σεβόμαστε θα εμπνέουμε και τον σεβασμό των άλλων. Αυτό ισχύει για όλες μας τις σχέσεις, αλλά παίζει καταλυτικό ρόλο στο να βρούμε το ταίρι μας, τον άνθρωπο που μας ταιριάζει. Όπως, και στο να μην παρασυρθούμε από σχέσεις που δεν έχουν μέλλον.

Της μίλησα για εμένα και τον πατέρα της, πως γνωριστήκαμε και πως καταφέραμε να μείνουμε αγαπημένοι τόσα χρόνια μετά. Της μίλησα όμως και για τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε για να μη θεωρήσει ότι η ζωή μας πριν από εκείνη ήταν παραμυθένια. Η αγάπη, όμως, χτυπά την πόρτα όλων μας και το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να επενδύσουμε σ’ αυτήν και να μην τα παρατήσουμε με το πρώτο σύννεφο. 

Τέλος, της θύμισα ότι έχει δίπλα της την οικογένειά της. Ότι θα είμαστε πάντα εκεί σε ό,τι κι αν συμβεί, να τη συμβουλεύουμε, αλλά και να την προστατέψουμε, αν χρειαστεί.»

v