«Δε νιώθω καθόλου καλά που το παραδέχομαι, αλλά ο άντρας μου μού βγάζει πλέον τον χειρότερό μου εαυτό. Και λυπάμαι ειλικρινά γιατί δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι μπορεί να φτάναμε σ’ αυτό το σημείο.
Με τον σύζυγό μου ήμασταν ζευγάρι αρκετά χρόνια πριν παντρευτούμε και γνωρίζουμε καλά ο ένας τον άλλον. Το ήξερα ότι είναι δύσκολος χαρακτήρας, αλλά τον αγαπούσα – και τον αγαπώ ακόμη – γιατί μου έδωσε πολλά που μου είχαν λείψει από τη ζωή μου. Μου έδωσε την αγάπη και την αφοσίωσή του πάνω απ’ όλα.
Παρ’ όλ’ αυτά, η συμβίωσή μας μετά τον γάμο δεν ήταν όπως την περίμενα, αν και ο ενθουσιασμός μου και μόνο, έφτανε για να είμαστε πολύ καλά τον πρώτο καιρό. Έφτανε για να παραβλέπω τα νεύρα του, τις ατελείωτες παρατηρήσεις του, την απρόβλεπτη συμπεριφορά και την εκνευριστική αδιαφορία του.
Τον ενθουσιασμό αυτόν τροφοδότησε εκ νέου το γεγονός ότι έμεινα γρήγορα έγκυος και γίναμε γονείς ενός υπέροχου αγοριού. Βέβαια, κατά την εγκυμοσύνη περάσαμε πολλές σκοτεινές στιγμές, αλλά επέλεξα να το φορτωθώ εγώ – το έριξα στις ορμόνες και την κούραση. Μετά τη γέννα, πάλι, δεν είχα μυαλό και χρόνο για τίποτε άλλο παρά μόνο για το παιδί μας. Κι εκείνος, όμως, μαλάκωσε κάπως. Ήταν λιγότερο επικριτικός και πολύ πιο υπομονετικός μαζί μου. Όσον αφορά την μεταξύ μας σχέση, αυτή ήταν η καλύτερη περίοδος του γάμου μας.
Τα σύννεφα για μένα, μαζεύτηκαν και πάλι, πρόσφατα, όταν αποφάσισα να πιάσω δουλειά γιατί τα έξοδά μας ήταν πλέον περισσότερα από πριν. Ξεκίνησα, λοιπόν, να δουλεύω σε ένα γραφείο – έχω σπουδάσει λογιστικά – και έστειλα το παιδί στον παιδικό σταθμό, αφού η μητέρα μου ζει σε άλλη πόλη και ο άντρας μου δεν έχει επαφές με τους δικούς του.
Ίσως αυτό να είναι και η ρίζα για όλ’ αυτά. Κουβαλούσε πάντα τη ρήξη με την οικογένειά του ως μια προσωπική του αποτυχία και τον έχει επηρεάσει βαθιά. Όποτε, όμως, τον προέτρεπα να επισκεφθεί κάποιον ειδικό εκείνος άλλαζε θέμα. Του ήταν αδιανόητο κάτι τέτοιο. Ακόμη και σε μένα, μετά βίας μίλησε για το παρελθόν. Και ίσως αυτό να καταστρέφει τώρα τον γάμο μας.
Λίγη σημασία έχει πια. Από τη στιγμή που “παράτησα το σπίτι μας και το παιδί μας” – όπως μου είπε – για να δουλέψω και να συνεισφέρω στα οικονομικά μας, έγινε και πάλι σκληρός και απρόσιτος. Μου μιλά με πολύ άσχημο τρόπο, ακόμη και μπροστά στο παιδί. Επιπλέον, δε βοηθά πια στις δουλειές του σπιτιού, παρ’ ότι τώρα δουλεύουμε και οι δυο. Είναι σαν να με τιμωρεί και δεν το αντέχω άλλο.
Δεν το αντέχω γιατί δεν μου αξίζει.
Δεν το αντέχω γιατί, μαζί με μένα, τιμωρείται και το παιδί μας.
Δεν το αντέχω γιατί δεν βλέπω πια πουθενά τον άνθρωπο που αγαπώ.
Δεν το αντέχω γιατί μου βγάζει τον χειρότερο εαυτό μου.
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω ξεσπάσει ακόμη. Το παιδί μας μου δίνει τη δύναμη να μείνω ψύχραιμη ώσπου να αποφασίσω τι είναι το καλύτερο για ‘κείνο.
Αλλά μέσα μου σκέφτομαι τα χειρότερα για τον πατέρα του και η ψυχή μου έχει δηλητηριαστεί με πολύ δυσάρεστα συναισθήματα. Και αυτό είναι κάτι που με στενοχωρεί ακόμη πιο πολύ, με συντρίβει πραγματικά. Θα το παλέψω, όμως, και θα κάνω το καλύτερο δυνατό χωρίς να οδηγήσω την κατάσταση στα άκρα.
Στο παιδί μου και σε μένα, οφείλω να είμαι ο καλύτερος εαυτός μου, όσο δύσκολη και αν είναι η μάχη που δίνω μέσα μου.»