«Έξι μήνες πριν, ήρθε να με δει η κόρη μου- πάντα έρχεται να πιούμε καφέ και να πούμε τα νέα μας τις Κυριακές. Εκείνη τη μέρα, όμως, ένιωθα μέσα μου ότι κάτι διαφορετικό θα συνέβαινε, ότι αυτή η μέρα θα ήταν διαφορετική. Και είχα δίκιο. Αν έχετε παιδιά, ξέρετε πόσο δυνατό είναι το μητρικό ένστικτο. Μόλις κάτσαμε στο σαλόνι, δεν κρατήθηκε και μου είπε τα νέα: “Μαμά, παντρεύομαι”. Την πήρα αγκαλιά με δάκρυα χαράς και με τη συγκίνηση να με κατακλύζει.
Ποτέ δεν θεωρούσα ότι η κόρη μου “έπρεπε” να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια. Πάντα, όμως, ήθελα να είναι ευτυχισμένη- είτε με σύντροφο είτε χωρίς. Έτσι, όταν είδα τα μάτια της να λάμπουν από βαθιά ευτυχία, κατάλαβα ότι πέτυχα τον σκοπό μου: ήμουν σίγουρη ότι μεγάλωσα μια γυναίκα που ξέρει τι θέλει και που επέλεξε τον άντρα που θα την φροντίζει, θα την συντροφεύει και θα αντιμετωπίζουν μαζί τις δυσκολίες της ζωής. Εκείνη την ώρα, δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να συγκινηθώ περισσότερο. Γιατί ακόμα δεν ήξερα… Αφού σταματήσαμε και οι δύο να κλαίμε από χαρά και συγκίνηση, αρχίσαμε να μιλάμε για τα διαδικαστικά: πού θα γίνει ο γάμος, ποιος θα είναι ο κουμπάρος, πόσοι καλεσμένοι θα έρθουν κ.ο.κ. Κάπως έτσι πέρασαν και οι υπόλοιποι μήνες μέχρι να καταφέρουμε να τα οργανώσουμε όλα. Μέχρι που έφτασε η “μεγάλη” μέρα, η μέρα του γάμου.
Εμείς φτάσαμε νωρίτερα στην εκκλησία και περιμέναμε το ζευγάρι να έρθει. Με το που είδα την κόρη μου ντυμένη νύφη να βγαίνει από το αυτοκίνητο, αυτόματα πέρασε από μπροστά μου η μέρα που γεννήθηκε, αργότερα η μέρα που είπε για πρώτη φορά “μαμά” και μετά όταν έκανε τα πρώτα της βήματα. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτό το μικρό κοριτσάκι που κάποτε χωρούσε στην αγκαλιά μου είχε γίνει πλέον γυναίκα. Πώς φτάσαμε τόσο γρήγορα μέχρι εδώ; Τα πρώτα σκιρτήματά της στην εφηβεία μοιάζουν να ήταν μόλις χθες. Και τώρα παντρευόταν τον άντρα της ζωής της.
Όπως έκανα κι εγώ κάποιες δεκαετίες πριν, όταν είπα το “ναι” στον πατέρα της. Θυμόμουν σαν τώρα το άγχος που με κατέκλυσε εκείνη τη μέρα και τη μητέρα μου να συγκινείται όπως συγκινούμαι εγώ τώρα… Ακόμα δεν ήξερα ότι θα είχα την τύχη να περάσω τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου με τον άντρα μου και την κόρη μου. Το ομορφότερο ταξίδι άρχιζε για μένα εκείνη τη μέρα.
Κοιτώντας την κόρη μου, ευχόμουν συνεχώς να είναι το ίδιο ευτυχισμένη με μένα- ή μάλλον όχι, να γίνει ακόμα πιο ευτυχισμένη, τόσο που ίσως δεν θα μπορεί ούτε η ίδια να το πιστέψει. Όχι μόνο γιατί το αξίζει αλλά γιατί θέλω να πιστεύω πως εγώ και ο πατέρας της της μάθαμε από παιδί ακόμα να επιδιώκει την ευτυχία κάθε μέρα και κάθε λεπτό της ζωής της. Πλέον, αυτό θα το κάνει με τον σύζυγό της! Αλήθεια, της τα μάθαμε όλα;
Καθώς ανέβαινε τα σκαλιά, παρατήρησα τον γαμπρό μου και είδα στο βλέμμα του αυτό που ήθελα να δω: να κοιτάει την κόρη μου με λατρεία και να την υποδέχεται συγκινημένος στα σκαλιά της εκκλησίας. Δεν ξέρω αν θα είναι όλα ρόδινα μεταξύ τους- ειλικρινά αυτό δεν μπορεί να το ξέρει κανείς. Ξέρω όμως ότι κι θα κάνει τα πάντα για εκείνη, θα την προσέχει, θα την στηρίζει, θα αγαπήσει τις ιδιοτροπίες και το πείσμα της. Δίπλα του θα είναι ο εαυτός της, θα ξαναγίνει εκείνο το κοριτσάκι που ενθουσιαζόταν με το παραμικρό και που δεν το έβαζε ποτέ κάτω.
Αυτό το κοριτσάκι πλέον φτιάχνει τη δική του οικογένεια, με τον άντρα της ζωής της και σε αυτήν θα δίνει προτεραιότητα, αφήνοντας εμένα και τον πατέρα της πίσω. Από τη μία, νιώθω μια μικρή στενοχώρια και νοσταλγία (μην με παρεξηγήσετε- δεν είναι εύκολο) και από την άλλη χαίρομαι γιατί όταν φύγω απ’ τη ζωή, θα έχει έναν άνθρωπο δίπλα της που θα την αγαπάει όσο κι εγώ…»