Στις γυναίκες που δεν έχουν την τέλεια σχέση με τον μπαμπά τους...

Στις γυναίκες που δεν έχουν την τέλεια σχέση με τον μπαμπά τους...

Με αφορμή την γιορτή του πατέρα, μια γυναίκα, η Lisa Gravallese γράφει ένα γράμμα στον πατέρα της, κάνοντας ανασκόπηση της περίπλοκης σχέσης τους. Γιατί δεν είναι όλες οι σχέσεις εύκολες και ρόδινες, ούτε όλοι οι άνθρωποι μπορούν να ταιριάξουν μεταξύ τους επειδή τους ενώνουν δεσμοί αίματος. Κάποιες σχέσεις χρειάζονται προσωπική δουλειά, κόπο και αποδοχή για να βελτιωθούν.

«Η μέρα της γιορτής του πατέρα πλησιάζει σαν τρένο στον σταθμό. Ένα τρένο γεμάτο από κοριτσάκια και από μπαμπάδες που αποκαλούν τις κόρες τους «γλυκιά μου» και «κοριτσάκι μου». Εσύ και εγώ όμως δεν έχουμε επιβιβαστεί σε αυτό το τρένο. Καθόμαστε αντικριστά στην πλατφόρμα. Αν μου φωνάζεις δεν σ’ακούω εξαιτίας του θορύβου, ούτε και εσύ μπορείς να με ακούσεις. Υπάρχουν στιγμές που αναρωτιέμαι αν καθίσαμε ποτέ σε αυτό το τρένο μαζί. Αν υπήρξε μια εποχή που ήμουν το κοριτσάκι σου.

Εσύ και εγώ είμαστε σκληροί. Είναι δύσκολο και για τους δυο μας να ανεχτούμε τα ψεγάδια που βλέπουμε ο ένας στον άλλο. Να συγχωρέσουμε ο ένας τον άλλο, που δεν είμαστε ο άνθρωπος που ήθελε ο ένας να είναι ο άλλος. Σε σκέφτομαι πολύ συχνά με αυτό τον τρόπο. Δεν ήσουν ο πατέρας που είχα ανάγκη να είσαι. Δεν υπήρχε ποτέ αρκετή τρυφερότητα ή θετική στάση παρά μόνο κριτική και κατηγορίες. Η ευαισθησία μου δεν μπορούσε να σε αποδεχτεί και ένιωθα απομακρυσμένη από σένα χρόνια τώρα.

Ακόμη και στις καλύτερες μέρες μας, δεν έπαιρνα αυτό που απεγνωσμένα ζητούσα από σένα. Η πρόποση που έκανες στο γάμο μου ήταν περισσότερο για σένα παρά για μένα […]. Όταν γεννήθηκαν οι γιοι μου δεν μπόρεσες να μου πεις «Μπράβο» ή «Σ’αγαπώ». Δεν υπήρχαν ποτέ τα «σ’αγαπώ» μεταξύ μας. Όταν με επισκέπτεσαι ή όταν έρχομαι εγώ να σε δω δεν υπάρχει καν ένα «γεια σου». Ασχολείσαι  μόνο με τα παιδιά μου και είναι σαν να μην υπάρχω καν. Αυτές οι σκέψεις για τη σχέση μας γεμίζουν το μυαλό μου τον περισσότερο καιρό. Σαν ένα τρένο που κάνει πολύ θόρυβο, δεν μπορώ να ακούσω τίποτα.

Πριν μερικές εβδομάδες, όταν η γιορτή της μητέρας ήρθε και πέρασε και δεν είχα νέα σου, ένιωσα ότι η σχέση μας βυθίστηκε σε καινούριο τέλμα. Έκανα ντουζ στο γυμναστήριο, λυπημένη, όταν ξαφνικά ο θόρυβος στο κεφάλι μου σταμάτησε. Και σε εκείνη τη διαυγή ησυχία που νιώθω μόνο όταν κουράζομαι σωματικά, θυμήθηκα τις καλύτερες μέρες μας.

Την ημέρα του γάμου, πριν την πρόποσή σου, ήμασταν οι δυο μας έξω από την εκκλησία, περιμένοντας να με συνοδέψεις μέχρι το ιερό. Είχα τόσο άγχος που νόμιζα ότι ή θα λιποθυμήσω ή θα κάνω εμετό. Και εσύ ήσουν νευρικός όμως, γιατί έπινες συνέχεια παγωμένο νερό (ή κάτι) σε ένα κόκκινο ποτήρι. Και ξαφνικά γύρισες και μου θύμησες μια αστεία ιστορία, πολύ παλιά για ένα παιχίδι που παίζαμε με μια φίλη μου.

Αμέσως ξεσπάσαμε σε γέλια και περπατήσαμε μέχρι το ιερό σαν να πηγαίναμε βόλτα στο πάρκο. Απ’όλους τους ανθρώπους, εσύ ήξερες τι έπρεπε να πεις.

Θυμήθηκα όταν γέννησα το πρώτο αγόρι και ήρθες να με δεις τη δεύτερη μέρα στο νοσοκομείο κρατώντας ένα μίλκσεικ σοκολάτας απ΄τα Mcdonald’s. Mε το που το είδα ήξερα ότι μου έφερες κάτι που ούτε εγώ η ίδια ήξερα ότι είχα ανάγκη. Θυμάμαι πως με κοίταξες -σαν να μην με ήξερε κανείς καλύτερα από σένα.

Θυμήθηκα πάλι, όταν γέννησα το δεύτερο γιο μου πως εσύ και η μαμά περάσατε ολόκληρη την μέρα μαζί μας στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Θυμάμαι τον ήλιο να μπαίνει από τα παράθυρα και οι τρείς μας να καθόμαστε και να απολαμβάνουμε χαρούμενοι τις αχτίδες του.  Παρόλο που το να με χαιρετήσεις έρχεται σαν δεύτερη σκέψη σε σένα, κάθε «αντίο» είναι προσπάθεια να συγκρατήσεις τα δάκρυα σου. Ίσως να μην θέλεις να με αφήσεις.

Καθώς το νερό τρέχει πάνω μου, η ησυχία στο μυαλό μου γίνεται πιο βαθιά. Θυμάμαι τη μυρωδιά σου όταν κούρευες το γκαζόν, ιδρώτας και γρασίδι. Για να το θυμάμαι πάει να πει ότι σε είχα αγκαλιάσει και όταν αγκαλιάζω τον άντρα που έχει κουρέψει το γκαζόν οσφραίνομαι την ίδια μυρωδιά και σε σκέφτομαι. Σκέφτομαι όλα τα παρατσούκλια που μου έχεις βγάλει. Τα αγαπημένα σου φαγητά. Μπέιζμπολ στο αυτοκίνητο και το ράδιο να παίζει κάθε φορά που γυρνούσαμε από την παραλία.

Το τρένο με το εκκωφαντικό του θόρυβο περνάει και είναι σαν έχουν περάσει χρόνια. Έχουν περάσει χρόνια. Κλείνω το νερό. Στο μυαλό μου επικοινωνούμε. Παρά τον θόρυβο, είσαι ακόμα εκεί. Είμαστε ακόμα αντικριστά αλλά δεν υπάρχει τίποτα πια που να μας σταματάει από το να διασχίσει ένας από μας,τη μια πλευρά.

Το να σε βλέπω να στέκεσαι εκεί ίσως να είναι το μόνο που χρειάζομαι. Ίσως η διαφορετική στάση μας να είναι ακριβώς η ίδια:  επιμένουμε να στεκόμαστε «κολλημένοι στο ίδιο σημείο, χωρίς να κάνουμε βήμα μπροστά. Πιστεύοντας αυτό, παίρνω το κουράγιο να γράψω αυτά τα λόγια, να κάνω το πρώτο βήμα μπροστά κοιτώντας πίσω στον χρόνο. Πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα πλησιάσουμε ο ένας τον άλλο και θα επιβιβαστούμε μαζί σε ένα καινούριο τρένο, το δικό μας τρένο.

Χρόνια πολλά, μπαμπά»

v