*Φωτογραφία: farm6.static.flickr.com
«Από το ημερολόγιο ενός δίχρονου παιδιού:
Σήμερα ξύπνησα και ήθελα να ντυθώ μόνη μου αλλά μου είπαν: “Όχι, δεν προλαβαίνουμε, άσε με να το κάνω εγώ.”
Αυτό με στενοχώρησε.
Ήθελα να φάω μόνη μου το πρωινό μου αλλά μου είπαν: “Όχι, θα λερωθείς, άσε να σε ταΐσω εγώ.”
Αυτό μ’ έκανε να θυμώσω.
Ήθελα να περπατήσω μέχρι το αυτοκίνητο και να μπω μόνη μου μέσα αλλά μου είπαν: “Όχι, πρέπει να πηγαίνουμε, δεν έχουμε χρόνο. Άσε με να το κάνω εγώ.”
Αυτό μ’ έκανε να κλάψω.
Ήθελα να βγω απ’ το αυτοκίνητο μόνη μου αλλά μου είπαν: “Όχι, δεν έχουμε χρόνο, άσε με να το κάνω εγώ.”
Αυτό μ’ έκανε να θέλω να φύγω μακριά.
Αργότερα, ήθελα να παίξω με τα τουβλάκια μου αλλά μου είπαν :“Όχι, δεν το κάνεις σωστά, καν’ το όπως στο δείχνω.”
Αποφάσισα ότι δεν ήθελα να παίξω άλλο με τα τουβλάκια. Ήθελα να παίξω με την κούκλα που είχε ένα άλλο παιδάκι κι έτσι την πήρα. Αλλά μου είπαν: “Όχι, δεν είναι σωστό αυτό! Πρέπει να μάθεις να μοιράζεσαι.”
Δεν είμαι σίγουρη ποια ήταν η αντίδρασή μου, αλλά στενοχωρήθηκα. Κι έκλαψα. Ήθελα μια αγκαλιά αλλά μου είπαν: “Είσαι μια χαρά, πήγαινε να παίξεις.”
Μου λένε πότε πρέπει να μαζέψω τα παιχνίδια μου. Το ξέρω γιατί κάποιος επαναλαμβάνει συνέχεια: “Πήγαινε να μαζέψεις τα παιχνίδια σου.”
Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω, περιμένω ότι κάποιος θα μου δείξει.
“Τι κάνεις; Γιατί στέκεσαι έτσι; Μάζεψε τα παιχνίδια σου, τώρα!”
Δεν με άφηναν να ντυθώ, να πάω μόνη μου εκεί που ήθελα αλλά τώρα μου ζητάνε να μαζέψω όλα αυτά τα πράγματα.
Δεν είμαι σίγουρη για το τι θέλω να κάνω. Κάποιος δεν πρέπει να μου δείξει τον τρόπο; Από πού αρχίζω; Πού πάνε όλα αυτά τα πράγματα; Ακούω πολλές λέξεις αλλά δεν καταλαβαίνω τι μου ζητάνε να κάνω. Φοβάμαι και δεν κουνιέμαι.
Ξαπλώνω στο πάτωμα και κλαίω.
Όταν ήρθε η ώρα του φαγητού, ήθελα να βάλω μόνη μου το φαγητό στο πιάτο αλλά μου είπαν: “Όχι, είσαι πολύ μικρή. Άσε με να το κάνω εγώ.”
Αυτό με έκανε να νιώσω ασήμαντη. Προσπάθησα να φάω από το πιάτο που είχα μπροστά μου αλλά κάποιος μου έλεγε συνέχεια: “Πάρε απ’ αυτό, δοκίμασε απ’ το άλλο” και με τάιζε όλη την ώρα.
Δεν ήθελα να φάω άλλο. Αυτό με έκανε να πετάξω κάτω τα πράγματα και ν’ αρχίσω να κλαίω.
Δεν μπορώ να φύγω απ’ το τραπέζι γιατί κανείς δεν μ’ αφήνει επειδή είμαι πολύ μικρή και δεν μπορώ. Μου λένε ότι πρέπει να φάω κι άλλο. Αυτό με έκανε να κλάψω ακόμα περισσότερο. Πεινάω, είμαι θυμωμένη και λυπημένη. Είμαι κουρασμένη και χρειάζομαι κάποιον να με πάρει αγκαλιά. Δεν νιώθω ασφαλής. Φοβάμαι. Κλαίω κι άλλο.
Είμαι 2 ετών. Κανείς δεν μ’ αφήνει να ντυθώ μόνη μου, κανείς δεν μ’ αφήνει να πάω εκεί που θέλω, κανείς δεν μ’ αφήνει να φροντίσω τον εαυτό μου.
Όμως, περιμένουν από μένα να ξέρω πώς να μοιράζομαι, να “ακούω”, να “περιμένω ένα λεπτό”. Περιμένουν από μένα να ξέρω τι πρέπει να πω και πώς να διαχειριστώ τα συναισθήματά μου. Περιμένουν από μένα να μένω ακίνητη και να ξέρω πως αν πετάξω κάτι κάτω, μπορεί να σπάσει... Αλλά δεν τα ξέρω όλα αυτά.
Δεν με αφήνουν να κάνω όσα ξέρω: να περπατήσω, να σπρώξω, να κουμπώσω το μπουφάν μου, να φορέσω τη μπλούζα μου, να βάλω το φαγητό μου, να σκαρφαλώσω, να τρέξω, να πετάω πράγματα και να κάνω όλα όσα έχω μάθει. Όλα όσα με ενδιαφέρουν και μου εξάπτουν την περιέργεια απαγορεύεται να τα κάνω.
Είμαι 2 ετών... Δεν είμαι κακό παιδί... Είμαι θυμωμένη. Είμαι νευρική, αγχωμένη και μπερδεμένη. Χρειάζομαι μια αγκαλιά.»
Πηγή: mamamia.com.au