«Πώς είναι να είσαι μαμά χωρίς τη μαμά σου»

«Πώς είναι να είσαι μαμά χωρίς τη μαμά σου»

Η κωμικός, συγγραφέας και μαμά Kate Spencer έχασε τη μαμά της τρία χρόνια πριν φέρει στον κόσμο την πρώτη της κόρη. Η ανάγκη της να κρατήσει ζωντανή την εικόνα της μαμάς της, την οδήγησε στο να μιλάει στην κόρη της από πολύ νωρίς για τη γιαγιά που ποτέ δεν γνώρισε. Οι συνέπειες αυτής της συνήθειας λειτούργησαν σαν μάθημα ζωής, που αξίζει να διαβάσουμε.

 «Η κόρη μου ήρθε στον κόσμο το 2010, τρία χρόνια μετά τον θάνατο της μαμάς μου από καρκίνο στο πάγκρεας. Από τη στιγμή που έκανε την εμφάνισή της με τα περίεργα μαλλιά και τα ζουμερά της μάγουλα, γέμισα ανυπομονησία να μάθει ποια ήταν η μαμά μου, ότι υπήρξε και ήταν σημαντική και ήταν κάποτε αληθινή. Οπότε ξεκίνησα να της μιλάω από τότε που υπέθεσα ότι θα μπορούσε να καταλάβει. Ποτέ όμως δεν υπολόγισα τι θα γινόταν μετά.

Όταν η κόρη μου ήταν πέντε χρονών και εγώ την είχα ήδη “καταστρέψει”, μια πολύ καλή μου φίλη, δασκάλα με δεκαετίες εμπειρίας, μου έδωσε την πιο σοφή συμβουλή που είχα ακούσει ποτέ για το πώς να μιλάμε στα παιδιά για τα πολύ δύσκολα, πολύ άσχημα γεγονότα της ζωής. Μου είπε ότι, αν τα παιδιά ρωτούν κάτι, τότε απαντάς ειλικρινά, αλλά δεν τα αναγκάζεις να πάρουν την πληροφορία πριν να είναι έτοιμα.

Ουπς.

Όταν η μικρή ήταν τριών δήλωσε άνευ λόγου “Η μαμά σου έχει πεθάνει!” ενώ περιμέναμε στην ουρά του σούπερ μάρκετ. Έγνεψα καταφατικά και με αυτοπεποίθηση, σκοπεύοντας να δώσω την καλύτερη μαμά-που-ξέρει-τι-της-γίνεται-εντύπωση. Όμως συνέχισε λέγοντας “Ναι, αλλά πού είναι;”. Λέξεις σκόνταψαν στο στόμα μου προσπαθώντας να εξηγήσω τις διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους που πιστεύουν στον Παράδεισο (τους πεθερούς μου) και σ’ αυτούς που δεν πιστεύουν (όπως εγώ). Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι η μαμά μου πίστευε πάνω απ’ όλα στους νόμους της φύσης και ότι, αν κοιτούσε προσεκτικά, θα την έβρισκε κάπου εκεί, ανάμεσα στα κλαδιά, στις αχτίδες του ήλιου και στις πτυχώσεις των φύλλων. Ήταν η πρώτη από πολλές ανακρίσεις.

Μέσα στον ενθουσιασμό μου να μιλήσω στην κόρη μου για εκείνη τη γυναίκα που ήταν κομμάτι από ‘κείνην, για τη γυναίκα που θα την αγαπούσε χωρίς όρια με κάθε κύτταρό της, δημιούργησα ένα παιδί που ενθουσιαζόταν να μιλάει για τον θάνατό της. “Η μαμά σου δεν θα ξανάρθει και δεν μπορείς πια ν’ ακούσεις τη φωνή της”, ανακοίνωσε στο αυτοκίνητο. “Η γιαγιά μου είναι νεκρή” δήλωσε στον νεαρό που δούλευε στο βενζινάδικο.



Όμως, παρά τα ενοχλητικά κι ατέλειωτα σχόλιά της για τον θάνατο, της πήρε σχεδόν δύο χρόνια να κάνει την ερώτηση. “Μαμά”, είπε μια μέρα δεμένη στο καθισματάκι της πίσω μου ενώ γυρνούσαμε απ’ το σχολείο “Πώς πέθανε η μαμά σου;”.

“Το σώμα της αρρώστησε”, αποκρίθηκα. “Όχι όπως όταν κρυολογούμε. Ένα διαφορετικό είδος αρρώστιας που δεν θα πάθεις εσύ.”

“Ψεύτρα!”, μου φώναζε ο εγκέφαλός μου όσο πρόβαλε εικόνες από υπέροχα παιδιά που πάλευαν με τον καρκίνο.

“Συμβαίνει κυρίως στους μεγάλους, όταν έχουν γεράσει πολύ”. “Ψέμα στο ψέμα!”, ξαναφώναξε το μυαλό μου.

“Επειδή αρρώστησε, το σώμα της σταμάτησε να λειτουργεί.”

Το μυαλό μου επιτέλους ησύχασε και ήλπιζα ότι αυτό ήταν αρκετό, ότι είχε νιώσει επαρκώς ενημερωμένη αλλά όχι φοβισμένη. Αντιθέτως, γέμισε το όπλο των ερωτήσεών της και μου έριξε ακόμα μία χειροβομβίδα.

“Θα αρρωστήσει και το δικό σου σώμα μια μέρα;”, με ρώτησε με την παιδική της προφορά.

“Λογικά όχι”, απάντησα, νικημένη. Δεν μπορούσα να πω κι άλλο μεγάλο ψέμα.

“Εγώ όμως θα πεθάνω;”, ρώτησε.

“Όλα έχουν αρχή, μέση και τέλος”, είπα “ακόμα και οι ζωές μας. Αλλά εσύ είσαι ακόμα στην αρχή. Και το τέλος θ’ αργήσει πάρα πολύ να έρθει.”

Κάθισε σιωπηλή κι επεξεργάστηκε τις λέξεις μου. Στο τέλος επανήλθε: “Μαμά;”

Πήρα μια βαθιά ανάσα και προετοιμάστηκα για το χειρότερο. “Ναι;”

“Μπορώ να ανοίξω το παράθυρό μου;”

Θέλω τα παιδιά μου να μάθουν τα πάντα για τη μαμά μου. Θέλω επίσης να ξέρουν πως αυτό που συνέβη σε εκείνη δεν θα συμβεί και σε ‘μένα. Όμως αυτό δεν μπορώ να το υποσχεθώ. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να βρίσκω ψηλαφώντας τον δρόμο μέσα από τις κουβέντες μας, να είμαι ανοιχτή κι ειλικρινής όταν με ρωτούν κάτι και γλυκιά όταν ζητούν επιβεβαίωση. Κι εν τω μεταξύ, να δημιουργώ αναμνήσεις που θα θέλουν να μοιραστούν με τα παιδιά τους όταν εγώ θα ‘μια τρία μέτρα κάτω απ’ το χώμα. Φωνάζω και χοροπηδάω μαζί τους στον καναπέ, τους αγοράζω τα παιχνίδια που θέλουν κι ας ξέρω ότι αναπαράγουν μια κουλτούρα σεξισμού, τις πηγαίνω βόλτα όταν βρέχει και πηδάμε τόσο δυνατά στους λάκκους με το νερό, που καμία γαλότσα δεν μπορεί να μας προστατεύσει.

Υπάρχουμε. Κι αυτό είναι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε όσο είμαστε εδώ.»

Πηγή: scarymommy.com
 

v