Ο θάνατος είναι αναμφίβολα ένα τέτοιο θέμα το οποίο, αν δεν το ‘αγγίξει’ νωρίτερα εξαιτίας κάποιου δυσάρεστου γεγονότος, θα αρχίσει να απασχολεί το παιδί περί τα 7-8 χρόνια.
Σύμφωνα με την παιδοψυχολόγο κ. Μαρία Σαράντη, αν το παιδί αντιμετωπίσει τον θάνατο κάποιου οικείου προσώπου η απώλεια είναι το σπουδαιότερο επίπονο συναίσθημα που θα βιώσει. Μαζί με αυτό, όμως, είναι πιθανό να προκύψουν και άλλα δυσάρεστα συναισθήματα άρνησης, ανασφάλειας και θυμού, μέχρι τουλάχιστον να αποδεχθεί το παιδί το γεγονός.
Το ζητούμενο για τους γονείς είναι όχι μόνο να βοηθήσουν το παιδί να αποδεχθεί το γεγονός αλλά και να «εκπαιδευθεί» για το συγκεκριμένο ζήτημα με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορεί να το αντιμετωπίσει ψύχραιμα στην πορεία της ζωής του.
Η αντίληψη του θανάτου ανά ηλικία
Κάθε παιδί, όπως άλλωστε και κάθε άνθρωπος, έχει τον δικό του τρόπο να αντιλαμβάνεται τον θάνατο, και μάλιστα αυτός ο τρόπος μεταβάλλεται ανάλογα με το αναπτυξιακό του στάδιο.
Όπως λέει η ψυχολόγος κ. Γώγα Κυριακίδου "τα βρέφη και τα μωρά έως 2,5 ετών καταλαβαίνουν την απουσία και αισθάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά στο περιβάλλον τους. Θα πρέπει οι ώρες του φαγητού, του ύπνου και του παιχνιδιού να συνεχιστούν κανονικά. Κάποιες απλές φράσεις όπως «η μαμά πάει» ή «ο μπαμπάς δεν θα ξαναγυρίσει», μπορεί να τα βοηθήσουν να κατανοήσουν την απώλεια, την οποία είναι σε θέση να αντιληφθούν."
Τα παιδιά προσχολικής ηλικίαςαντιλαμβάνονται τον θάνατο ως απουσία, αλλά δεν κατανοούν ότι ο θάνατος είναι οριστικός. Πιστεύουν ότι αυτός που πέθανε θα επιστρέψει και ότι εξακολουθεί να ζει και να αισθάνεται εκεί όπου βρίσκεται. Η κ. Κυριακίδου συμβουλεύει "Δώστε στα παιδιά σας να καταλάβουν ότι ο θάνατος είναι μια κατάσταση, όπου το σώμα παύει να λειτουργεί. Με απλές κουβέντες. Δώστε έμφαση στη λέξη τελείως. Ο θάνατος είναι μέρος της ζωής, όχι κάτι άσχετο από αυτή.
Αν ο θάνατος είναι αποτέλεσμα κάποιας ασθένειας, μπορείτε να πείτε: «ο μπαμπάς ήταν πάρα, πάρα, πάρα, πάρα πολύ άρρωστος, τονίζοντας το «πάρα, πάρα…» γιατί και τα ίδια τα παιδιά αρρωσταίνουν πολύ συχνά από ιώσεις, κρυολογήματα κ.λ.π. και αυτό μπορεί να τα μπερδέψει."
Τα παιδιά σχολικής ηλικίας κατανοούν ότι ο θάνατος είναι μη αναστρέψιμος, αλλά θεωρούν ότι συμβαίνει μόνο στους άλλους. Όπως λέει η κ. Κυριακίδου, στις ηλικίες αυτές "αντί να συμβουλέψετε τα παιδιά, καλύτερο θα ήταν να τα ακούσετε με προσοχή, γιατί αυτά που θα σας πουν, θα σας φανούν πολύτιμα, ώστε να καταλάβετε τη συναισθηματική τους κατάσταση."
Στην εφηβεία, πλέον, η έννοια του θανάτου είναι πλήρως αντιληπτή, όπως άλλωστε και οι μεταφυσικές και συμβολικές ερμηνείες του.
Το πώς θα αντιδράσει στον θάνατο το κάθε παιδί επίσης έχει να κάνει με την ηλικία του, καθώς και με την σχέση που διατηρούσε με το άτομο που πέθανε, αλλά και με το πώς θα χειριστούν οι γονείς του το συμβάν. Κάποια παιδιά απομονώνονται, άλλα έχουν κακή διάθεση και ανορεξία, μπορεί να έχουν εφιάλτες ή άλλες ψυχοσωματικές αντιδράσεις, ενώ για κάποια παιδιά το συμβάν μπορεί να γίνει αποδεκτό πολύ πιο ομαλά.
Η κ. Γώγα Κυριακίδου καταλήγει: "Η διαδικασία του θρήνου μπορεί να διαρκέσει έναν χρόνο ή και παραπάνω. Τα περισσότερα παιδιά τον ξεπερνούν σχετικά καλά με περιόδους φυσιολογικής συμπεριφοράς και ενίοτε κάποια ξεσπάσματα θλίψης. Γι αυτό έχετε το νου σας στις ακόλουθες ενδείξεις:
Έντονες και παρατεταμένες περιόδους κλάματος ή νεύρων
Υπερβολικές αλλαγές στη συμπεριφορά τους
Παρατεταμένες περιόδους απομόνωσης
Έλλειψη ενδιαφέροντος προς τους φίλους και τις συνηθισμένες δραστηριότητές τους
Συχνούς εφιάλτες και διαταραχές στον ύπνο
Πονοκεφάλους ή αδικαιολόγητους σωματικούς πόνους
Αν παρατηρήσετε τέτοιες συμπεριφορές ή διαθέσεις στα παιδιά σας οφείλετε να τους εξασφαλίσετε κατάλληλη ψυχολογική βοήθεια."
Η αντιμετώπιση του γονιού
Δεν υπάρχουν προκαθορισμένα βήματα που πρέπει να ακολουθήσει κανείς για να μιλήσει για τον θάνατο σε ένα παιδί. Είναι απαραίτητο, όμως, με την στάση του ο «μεγάλος» να δημιουργήσει περιβάλλον υποστήριξης, κατανόησης και να απαντήσεις στις ερωτήσεις του «μικρού» με σεβασμό, χωρίς επικρίσεις.
Μία λύση, στο πώς ο γονιός να μιλήσει στο παιδί για τον θάνατο, δίνει η κ. Σαράντη λέγοντας πως «αυτό έχει να κάνει με την θρησκευτική πεποίθηση του κάθε γονιού». Αν, δηλαδή, το παιδί μεγαλώνει σε έντονα χριστιανικό περιβάλλον ο γονιός μπορεί στην ερώτηση «γιατί πεθαίνουμε;» να απαντήσει ότι «όλοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή φεύγουμε για να συναντήσουμε τον Θεούλη».
Καλό είναι ο γονιός να αποφύγει απαντήσεις όπως «ο Θεούλης τον/την πήρε κοντά του», γιατί είναι πιθανό το παιδί να νιώσει άνευ λόγου μίσος απέναντι στα ‘πιστεύω’ της οικογένειας. Σε παιδιά μικρής ηλικίας, από την άλλη, μία απάντηση όπως «ο τάδε έφυγε και δεν θα επιστρέψει» ίσως δημιουργήσει έντονα αισθήματα ανασφάλειας.
Κατά τα άλλα, ως προς αυτά που ο γονιός θα πει στο παιδί, είναι σημαντικό να έχει στο μυαλό του τα εξής:
Να μην αποκρύψει το γεγονός ή πληροφορίες: Το παιδί δεν θα πρέπει να νιώθει αποκομμένο από την οικογένεια, ενώ οι λέξεις που θα χρησιμοποιηθούν θα πρέπει να είναι ξεκάθαρες, π.χ. «θάνατος», «πέθανε», και όχι διφορούμενες, π.χ. «έφυγε», «χάθηκε», γιατί οι δεύτερες μπορεί να δημιουργήσουν σύγχυση στο παιδί.
Να διώξει τις ενοχές: Το παιδί θα πρέπει να διαβεβαιωθεί ότι τίποτα από όσα έκανε, σκέφτηκε ή είπε δεν προκάλεσαν τον θάνατο του αγαπημένου του ανθρώπου και ότι δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι για να αποτραπεί το δυσάρεστο συμβάν.
Να ακούει προσεκτικά και να απαντά σε ό,τι το παιδί ρωτά: Δεν χρειάζεται να βομβαρδιστεί το παιδί με πληροφορίες ή με συνεχείς ερωτήσεις για το πώς νιώθει και αν είναι καλά κ.λ.π. Αντίθετα, χρειάζεται να έχει χρόνο για να συνειδητοποιήσει το γεγονός και να εκφράσει τα συναισθήματα και τις απορίες του, στις οποίες ο γονιός θα απαντήσει με απλά λόγια. Και όταν πραγματικά δεν έχει να δώσει μία συγκεκριμένη απάντηση μπορεί απλά να πει «δεν ξέρω».
Τι γίνεται από εδώ και πέρα; Είναι πιθανό τα μεγαλύτερα παιδιά να ανησυχούν για το μέλλον μετά την απώλεια κάποιους στενού τους προσώπου. Εφόσον εκφράσουν τέτοιες ανησυχίες είναι σημαντικό να ενημερωθούν για τις αλλαγές που πιθανώς έρθουν στη ζωή τους, αλλά και για όσα θα παραμείνουν σταθερά. Δεν πρέπει ο γονιός να ξεχνά πως η ασφάλεια είναι το πρώτο πράγμα που έχουν ανάγκη να νιώθουν τα παιδιά. Άλλωστε, στο μέλλον μπορεί να μιλά στο παιδί για τον άνθρωπο που πέθανε, ο οποίος μένοντας παρόν στην αναμνήσεις του παιδιού μπορεί να το βοηθήσει να αμβλύνει τον πόνο.
Να μοιραστεί τα συναισθήματά του: Ο γονιός αποτελεί πρότυπο για τα παιδί. Είναι, όμως, και άνθρωπος, με συναισθήματα και ευαισθησίες. Ο θάνατος κάποιου μέλους της οικογένειας θα προκαλέσει και στον γονιό θλίψη, την οποία δεν πρέπει να αποκρύψει από το παιδί, αρκεί αυτό να μην αντιληφθεί ότι ο γονιός καταρρέει. Το παιδί, όμως, πρέπει να καταλάβει ότι δεν είναι ντροπή να κλαίμε ή να εκφράζουμε τα πολύ δυσάρεστα συναισθήματά μας.
Κηδεία: Πολλοί ενήλικες θεωρούν πως τα παιδιά δεν πρέπει να συμμετέχουν σε τελετές κηδείας, καθώς αυτές μπορεί να αφήσουν τραυματικές εικόνες. Αν, όμως, το παιδί εκφράσει την επιθυμία να παραβρίσκεται εκεί δεν πρέπει να το εμποδιστεί. Αρκεί να κατανοήσει ότι η κηδεία είναι μία τελετή αποχαιρετισμού που για πολλούς είναι ιδιαίτερα δυσάρεστη και να φροντίσει ο γονιός να υπάρχει ένα ήρεμο, υποστηρικτικό και αγαπημένο του πρόσωπο στο πλευρό του.
Η ζωή συνεχίζεται: Σε κάθε περίπτωση, αυτό που πρέπει οπωσδήποτε να θυμίζει ο γονιός συνέχεια στο παιδί είναι ότι μετά την περίοδο βαθύ πόνου που θα περάσουν όλοι, αλλά και αυτό, θα αντέξουν. Και ότι το παιδί θα συνεχίσει να ζει μαζί με τα αγαπημένα του πρόσωπα και θα ξαναγίνει ευτυχισμένο.