«Μόλις πήγα τον 6χρονο γιο μου στην γιατρό. Είναι ένα αγόρι όμορφο, ψιλόλιγνο και γερό.
Είναι η προσωποποίηση της υγείας.
Κάθισα εκεί, στο γραφείο του γιατρού και έκλαψα, ενώ ο γιατρός μου έλεγε ότι καλά έκανα και τον έφερα και μοιράστηκα μαζί του τις ανησυχίες μου. «Πολλοί γονείς βρίσκονται σε άρνηση σχετικά με την παράξενη συμπεριφορά των παιδιών τους. Πιστεύουν ότι μεγαλώνοντας θα αλλάξουν, αλλά αυτό σπάνια συμβαίνει σε παιδιά που βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση».
«Όμως γιατί ξαφνικά υπάρχουν όλες αυτές οι ιατρικές διαγνώσεις; Θέλω να πω, είναι λες και ο καθένας έχει μία διάγνωση. Τι έκαναν πριν 50 χρόνια τα παιδιά που είχαν τέτοια προβλήματα;»
«Θα σας πω τι έκαναν πριν 50 χρόνια. Μάθαιναν να αυτό-θεραπεύονται. Έβρισκαν πράγματα που πίστευαν πως λειτουργούσαν και μέχρι την ενηλικίωση, το προβληματικό άτομο που δεν είχε στην πραγματικότητα φίλους, πήγαινε σπίτι και έπινε ένα καφάσι μπύρες. Σήμερα μπορούμε να κάνουμε καλύτερη διάγνωση από τότε.»
Άρχισα ξανά να κλαίω και ο Άλεξ ήρθε στο γραφείο και με κοίταξε, με ρώτησε γιατί κλαίω και εγώ του είπα ότι τον αγαπαώ. Πόσο τον αγαπάω. Η καρδιά μου πονάει από την αγάπη που του έχω.
Ο Άλεξ ανέκαθεν ούρλιαζε σαν δαιμονισμένος όταν ήταν η ώρα του μπάνιου ή όταν τον πήγαινα στο κομμωτήριο. Σαν δαιμονισμένος! Του έφευγαν σάλια. Δεν υπήρχε τρόπος να τον ηρεμήσω. Ήταν λες και «κατέβαζε ρολά» μέσα του και δεν άφηνε κανέναν να μπει.
Μισώ τις στιγμές που δεν μπορώ να τον προσεγγίσω και γίνονται όλο και πιο συχνές και αυτό με τρομάζει.
Σπάνια -σχεδόν ποτέ- μιλά όταν βρίσκεται ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους. Καταρρέει εντελώς όταν υπάρξει οποιαδήποτε αλλαγή στο πρόγραμμά μας. Διαλύεται.
Όταν δύο άνθρωποι μιλούν έντονα ο ένας στον άλλον, βάζει τα χέρια στα αυτιά του και ουρλιάζει «ΜΗ ΦΩΝΑΖΕΤΕ!!!» και τότε τον πιάνει κρίση. Και δεν μπορώ να τον ηρεμήσω.
Κάποιες φορές πηγαίνω στο δωμάτιό του και αρχίζω να του μιλάω, και όταν δεν απαντά εγώ το αποδίδω στο ότι δήθεν δεν θέλει να με ακούσει, επειδή είμαι η μαμά του.
Η δασκάλα του, το περασμένο Φθινόπωρο, μου είπε: «Κάτι έχει αλλάξει σοβαρά στον Άλεξ και όσο νωρίτερα το ελέγξουμε, τόσο το καλύτερο».
Ο άνδρας μου λέει ότι είναι διαρκώς «στην τσίτα», ενώ φαινομενικά δείχνει απολύτως ικανοποιημένος και χαλαρός.
Μία μητέρα σε άρνηση και ένα όμορφο, φαινομενικά ήρεμο παιδί: Η τέλεια συνταγή για να παραβλέψει κανείς σοβαρά προβλήματα άγχους/αισθητηριακής επεξεργασίας.
Φαντάζομαι ανέκαθεν ήξερα ότι κάτι ίσως πήγαινε στραβά, όμως ειλικρινά:
Δεν ήθελα να ξέρω.
Το παραδέχομαι.
Δεν ήθελα να ξέρω.
Θέλω να πω, είναι απόλυτα φυσιολογικό να πηγαίνεις να τον πάρεις από το σχολείο και να βλέπεις μία λεπτεπίλεπτη φιγούρα με ένα πορτοκαλί μπουφάν να περιπλανιέται μόνη της στην αυλή και να μην παίζει με κανέναν, σωστά;
Απόλυτα φυσιολογικό.
Ο μικρός μου έχει πολύ μεγάλη καρδιά. Τεράστια. Του αρέσει η περιπέτεια και βλέπει την ομορφιά στο κάθε τι. Δεν θέλει να είναι ποτέ μακριά από τη μαμά και μπορεί να φτιάξει έναν κύβο από ένα κομμάτι χαρτί σε λιγότερο από ένα λεπτό. Μπορεί να οργανώσει ολόκληρο το δωμάτιό του (μαζί και τα έπιπλα) στο κεφάλι του, και, δεν θα το πιστέψετε, μια φορά με καθοδήγησε στο πώς να μετακινήσω συγκεκριμένα έπιπλα και το πλάνο του βγήκε σωστό!
Πονάω για το αγόρι μου, πονάω βαθιά για αυτόν, γιατί ξέρω πόση απομόνωση μπορεί να νιώσει ένα άτομο με διαταραχή άγχους και ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Θα τον έκανα καλά σε δευτερόλεπτα αν μπορούσα, ή αν ήξερα πώς. Δεν ξέρω πώς. Δεν μπορώ. Φοβάμαι τις εξετάσεις και τις θεραπείες και τις διαγνώσεις.
Φοβάμαι περισσότερο ότι θα βρεθεί σε ένα σημείο που δεν θα μπορούμε να τον προσεγγίσουμε με τίποτα.
Μπορεί να είμαι μία απαίσια μάνα που έχει ανάγκη να μπει στο κοπάδι μαζί με τις υπόλοιπες άχρηστες μανάδες που τρώνε κουτόχορτο και αναμασάνε τις ατυχίες των παιδιών τους, για την υπόλοιπη ζωή μου. Θα μπορούσα να μην ενδιαφέρομαι για τίποτα.
Ή μπορεί να είμαι απλά μία μαμά που κάνει το καλύτερο που μπορεί.
Ίσως το «καλύτερο που μπορώ» σημαίνει να κοιτάζω στο κενό, παράλυτη και να φοβάμαι να ακούσω απαντήσεις που δεν θέλω να ακούσω.
Ίσως το «καλύτερο που μπορώ» σημαίνει, παρόλο που φοβάμαι, να καλώ το νούμερο που σημείωσα στο post-it.
Ίσως το «καλύτερο που μπορώ» σημαίνει να καθαρίζω τα δάκρυα από τον λαιμό μου όταν κάποιος στην άλλη άκρη της γραμμής το σηκώνει, και να λέω το όνομά μου και να κάνω αυτό που είναι σωστό για το αγόρι μας.»