5 μύθοι και αλήθειες για την γονιμότητα

5 μύθοι και αλήθειες για την γονιμότητα

Όταν ένα ζευγάρι δυσκολεύεται να αποκτήσει παιδί είναι λογικό να έχει ερωτήματα σχετικά με τις αιτίες πιθανής υπογονιμότητας. Πολλά από αυτά που «ακούγονται», όμως, από τον περίγυρο δεν ανταποκρίνονται πάντα στην πραγματικότητα. Η γυναικολόγος Δρ. Stephanie Beall, δίνει απαντήσεις στους συχνότερους μύθους αναφορικά με την γονιμότητα της γυναίκας και του άνδρα.

Μύθος: Τα περισσότερα ζευγάρια αποκτούν παιδί σύντομα αφού ξεκινήσουν τις προσπάθειες

Αλήθεια: Το σύνηθες για τους άνδρες και τις γυναίκες είναι να αποφεύγουν κάθε πιθανότητα εγκυμοσύνης όσο ακόμα είναι νέοι, προκειμένου να σπουδάσουν και να ξεκινήσουν την καριέρα τους. Στη συνέχεια, όταν πλέον έχουν μεγαλώσει και έχουν δημιουργήσει οικογένεια, τα μέτρα αντισύλληψης σιγά-σιγά διακόπτονται, με την πεποίθηση ότι η εγκυμοσύνη θα επιτευχθεί άμεσα. Όταν αυτό δεν γίνεται, με το πέρασμα των μηνών, έρχεται η απογοήτευση. Η αλήθεια είναι ότι ένα ζευγάρι, στην πιο γόνιμη φάση του μήνα, έχει μόνο 25% πιθανότητες να πετύχει εγκυμοσύνη. Μετά από προσπάθειες ενός έτους το 85% των ζευγαριών θα τα καταφέρει. Ταυτόχρονα, μόνο μετά από έναν χρόνο προσπαθειών η πιθανότητα να επιτευχθεί εγκυμοσύνη μειώνεται στο 5%. Τα λιγότερο γόνιμα αυτά ζευγάρια θα χρειαστούν πιθανότητα ιατρική βοήθεια προκειμένου να καταφέρουν να γίνουν γονείς.

Μύθος: Η γυναίκα μπορεί να μείνει έγκυος μέχρι τη στιγμή που θα σταματήσει να έχει ωορρηξία, με την εμμηνόπαυση

Αλήθεια: Καταρχήν είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς ότι η γονιμότητα πράγματι μειώνεται με τα χρόνια, μέχρι τη στιγμή που θα σταματήσει εντελώς. Η ηλικία των 35 ετών είναι αυτή που «διαφημίζεται» ως «το όριο», ως το κομβικό σημείο οπότε έπειτα αρχίζει η μείωση της γονιμότητας. Ωστόσο, πολλές γυναίκες δεν γνωρίζουν ότι η γονιμότητα μειώνεται καθ'όλη την δεκαετία των 30. Τα πιο γόνιμα χρόνια των γυναικών είναι κατά την δεκαετία των 20, στη συνέχεια η γονιμότητα αρχίζει σταδιακά να μειώνεται και ο γενικότερος κίνδυνος υπογονιμότητας αυξάνεται όσο περνούν τα χρόνια. Μεταξύ των 31 και 35 ετών η πιθανότητα να μείνει μια γυναίκα έγκυος τυχαία είναι 3% ανά έτος. Μετά τα 35 χρόνια το ποσοστό μείωσης της γονιμότητας αυξάνεται και μέχρι τα 40 περισσότερα από τα μισά ζευγάρια είναι άγονα. Στα 45 οι γυναίκες έχουν λιγότερες από 5% πιθανότητας να αποκτήσουν παιδί . Γιατί είναι τόσο δύσκολο για μία γυναίκα να μείνει έγκυος σχεδόν 10 χρόνια πριν την εμμηνόπαυση; Παρόλο που μια γυναίκα στα 40 της μπορεί ακόμα να έχει ωορρηξία, τα ωάρια της είναι κακής ποιότητας. Καθώς η γυναίκα γερνά το ποσοστό των ωαρίων με γενετικές ανωμαλίες αυξάνεται. Αυτό οδηγεί σε μειωμένη γονιμότητα, αύξηση των αποβολών και αύξηση των πιθανοτήτων να έχει το έμβρυο κάποια ανωμαλία στα χρωμοσώματά του (όπως σύνδρομο Down). Υπάρχουν, φυσικά, εξαιρέσεις στον κανόνα αυτόν, αλλά καλό είναι οι γυναίκες να έχουν υπ'όψιν τους ότι κάποια μέρα θα «ξεμείνουν» από υγιή ωάρια.

Μύθος: Η γονιμότητα του άνδρα δεν μειώνεται με τα χρόνια

Αλήθεια: Η τάση να καθυστερείται η απόκτηση παιδιών για μεγαλύτερη ηλικία παρατηρείται και στους άνδρες. Η ιδέα ότι η γονιμότητα ενός άνδρα θα συνεχιστεί πολύ μετά από αυτήν της γυναίκας είναι λανθασμένη. Όσο μεγαλώνει ο άνδρας τόσο πιο δύσκολο είναι και για εκείνον να γίνει πατέρας, καθώς η ποιότητα του σπέρματος μειώνεται, ενώ φαίνεται πως και το DNA που περιέχεται στο σπέρμα αρχίζει σταδιακά να θρυμματίζεται. Πέραν της κακής ποιότητας σπέρματος, καθώς γερνά ο άνδρας μειώνει και την σεξουαλική του δραστηριότητα, ενώ παρουσιάζει και στυτικές δυσλειτουργίες.

Μύθος: Αν το ζευγάρι δεν μπορεί να τεκνοποιήσει, συνήθως φταίει η γυναίκα

Αλήθεια: Ιστορικά για την υπογονιμότητα υπεύθυνες έχουν θεωρηθεί οι γυναίκες και το αναπαραγωγικό τους σύστημα. Ωστόσο, η ελαττωματική ποιότητα σπέρματος φαίνεται σήμερα ότι αποτελεί το κυρίαρχο πρόβλημα στο 20% των υπογόνιμων ζευγαριών. Σε ένα 30-40% το πρόβλημα φαίνεται να αφορά και τους δύο συντρόφους. Επιπλέον, η ανδρική υπογονιμότητα δεν αφορά μόνο άνδρες που είναι αδύναμοι, ηλικιωμένοι ή ασθενείς. Ακόμα και υγιέστατοι, νεαροί αθλητές αντιμετωπίζουν προβλήματα γονιμότητας, εξαιτίας π.χ. μικρής ποσότητας και χαμηλής κινητικότητας του σπέρματος. Είναι σημαντικό, λοιπόν, όταν η επιθυμητή εγκυμοσύνη αργεί, να ελέγχεται και ο άνδρας και η γυναίκα από κάποιον ειδικό, προκειμένου να διαπιστωθεί από πού προέρχεται το πρόβλημα.

Μύθος: Αν κάνω εξωσωματική θα καταλήξω με δίδυμα ή τρίδυμα

Αλήθεια: Τις τελευταίες 4 δεκαετίες η αύξηση των διαθέσιμων θεραπειών κατά της υπογονιμότητας έχουν φέρει και αύξηση στις πολύδυμες κυήσεις. Με τις πολύδυμες κυήσεις, όμως αυξήθηκαν και οι σχετικές επιπλοκές, όπως οι πρόωροι τοκετοί και η νεογνική νοσηρότητα. Έτσι, το 1998 οι γιατροί που πραγματοποιούν εξωσωματικές πρότειναν μία σειρά οδηγιών, προκειμένου να περιορίσουν τον αριθμό των εμβρύων που μεταφέρονται κατά την εξωσωματική. Επιπλέον, έχουν υπάρξει βελτιώσεις στις εργαστηριακές διαδικασίες και στην κρυοσυντήρηση ωαρίων, οι οποίες έχουν επιτρέψει την αύξηση της μεταφοράς ενός μόνο εμβρύου, βελτιώνοντας έτσι και τα ποσοστά εγκυμοσύνης. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με έρευνα που δημοσίευσε το επιστημονικό περιοδικό New England Journal of Medicine, οι τρίδυμες ή πολύδυμες κυήσεις έχουν μειωθεί κατά 29%. Το μόνο βέβαιο είναι, πάντως, ότι η επιστήμη εξελίσσεται συνεχώς και τα ποσοστά επιτυχίας για να αποκτήσει ένα υπογόνιμο ζευγάρι παιδί αυξάνονται χρόνο με τον χρόνο!

v