«Δεν ήξερα ότι θα ξανανιώσω έτσι στη ζωή μου»
Άννα, 67
«Όταν η κόρη μου έκανε το πρώτο μου εγγόνι, μου λύθηκαν τα πόδια από τη χαρά. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω... Είχα τόσα χρόνια να κρατήσω ένα μωράκι στην αγκαλιά μου, να κοιμήσω, να ταΐσω μια ψυχούλα τόση δα. Νόμιζα ότι δεν έχω αντοχή για να τρέχω πίσω από ένα 2χρονο, νόμιζα ότι θα μου είναι βάρος, ότι θα απογοητεύσω την κόρη μου και ότι δεν θα μπορώ να προσφέρω όσα πρέπει.
Όμως άλλαξε η ζωή μου! Βρήκα αντοχή, βρήκα όρεξη που δεν ήξερα ότι θα είχα στα εξήντα και χρόνια μου. Ξεσήκωσα συνταγές για να τους φτιάχνω γλυκά, έφερα τα πάνω-κάτω σ' ένα σπίτι ολόκληρο για να έρχονται τα εγγονάκια μου και να έχουν χώρο να παίζουν. Ποια; Εγώ, που αν δεν είναι όλα στη θέση τους, τρελαίνομαι. Μέχρι και το αυτοκίνητο άρχισα πάλι να οδηγώ για να πηγαίνω να τα βλέπω. Νιώθω πάλι νέα! Και πιο χαρούμενη από ποτέ!
Αλλά να σας πω και μια αλήθεια; Τα εγγόνια μου με έκαναν να φοβάμαι τον θάνατο. Πρώτη φορά στη ζωή μου νιώθω τόσο έντονα ότι θέλω να ζήσω για 70 χρόνια ακόμα. Να τα δω να μεγαλώνουν, να κάνουν παιδάκια, να ανθίζουν.
Αλλά δεν πειράζει! Μικρό το κακό! Όσος χρόνος μου έχει απομείνει ακόμα σ' αυτόν τον κόσμο είναι δικός τους. Είμαι μια χαζογιαγιά και δεν με νοιάζει και καθόλου!»
«Έγινα άλλος άνθρωπος»
Κατερίνα, 62
«Όταν ήμουν μαμά ήμουν μάλλον αρκετά αυστηρή. Και να σου πω και κάτι; Δεν ήξερα και πολλά πράγματα, παιδί μου. Δεν τα ξέραμε τότε. Ούτε για το φαγητό το σωστό, ούτε για το πώς να φερόμαστε. Και τιμωρίες έβαζα κι απ' όλα.
Ε, όταν ήρθαν τα εγγόνια μου, πάει η Κατερίνα η παλιά. Πάει! Τι αγάπη είναι αυτή; Τι λατρεία; Ό,τι θέλουν το έχουν. Γλυκά και παιχνίδια και ό,τι φαγητό ζητήσουν! Δεν αντέχω να τους πω όχι, δεν μπορώ να τα στεναχωρήσω. Είμαι άλλος άνθρωπος σαν γιαγιά. Όλο γλύκα και «ναι». Τσακώνομαι με τα παιδιά μου, δεν θέλουν να τα κακομαθαίνω λένε κι όλο με μαλώνουν.
Αλλά κατά βάθος το ξέρουν κι αυτά ότι είναι ωραίο η γιαγιά να κάνει όλα τα χατίρια.
Τι να κάνω; Δεν μπορώ αλλιώς!»
«Η γιαγιά μου είναι ό,τι πιο γλυκό συνέβη στη ζωή μου»
Μαριλού, 33
«Τη λάτρευα τη γιαγιά μου. Τη λάτρευα με έναν τρόπο εντελώς διαφορετικό απ' τον τρόπο που αγαπούσα ως παιδί τη μαμά και τον μπαμπά μου. Ήταν η πιο γλυκιά και τρυφερή γυναίκα που γνώρισα ποτέ.
Πήγαινα σπίτι της και ένιωθα ότι είμαι σε ένα καταφύγιο. Με μπούκωνε βανίλια υποβρύχιο και μου τηγάνιζε ένα βουνό πατάτες κι ένα φορτηγό κεφτέδες. Πηγαίναμε όπου ήθελα: παιδική χαρά, βόλτα για σουβλάκι, στη φίλη της την Τασούλα που είχε την πιο όμορφη αυλή. Μπαίναμε στο τρόλεϊ παρέα και πηγαίναμε στο κέντρο να πάρει μαλλί και μετά μου έπλεκε τα πιο αλλόκοτα πουλόβερ του κόσμου.
Μεγάλωσα και μου γέμιζε τη τσάντα με ταπεράκια και τις τσέπες με καραμέλες βουτύρου. Έλεγε σόκιν αστεία για τους συντρόφους μου, όλους τους αγαπούσε, όλους τους εκτιμούσε, για όλους είχε μια καλή κουβέντα. Λάτρευε τον Αττίκ, τραγούδαγε με τις ώρες όσο έκανε βελονάκι (το «εργόχειρό μου», έλεγε). Κι όταν την πήγα κάποτε να δει μια παράσταση-αφιέρωμα στα τραγούδια του, έσφιγγε με το χέρι της το δικό μου, τραγουδούσε σιγανά κι ήταν βουρκωμένη σ' όλη την παράσταση.
Μέχρι που πέθανε άνοιγε φύλλο κι έκανε τσακ μπαμ όλους τους υπολογισμούς για το σούπερ μάρκετ. Κουμάνταρε με μαεστρία την αμελητέα σύνταξή της και μου έπαιρνε πάντα βρακιά. Τα ίδια άσχημα, τεράστια, βαμβακερά εσώρουχα που ποτέ δεν μου άρεσαν και πάντα φορούσα με πολλή χαρά.
Τα λαμπερά ματάκια της, τα λαδερά φαγάκια της, το ζεστό της «καλώς το γιαβρί μου» και η αδιανόητα μεγάλη της καρδιά είναι η κληρονομιά μου.
Αυτή η απίστευτα δυνατή, η αγράμματη, η σοφή, η λαμπερή, η ζεστή γυναίκα ήταν, είναι και θα είναι το πρότυπό μου.
Γιαγιά, θα μάθω βελονάκι. Στο υπόσχομαι.»