«Λέμε πως όποιος φωνάζει κατά τη διάρκεια μιας διαφωνίας, ουρλιάζει για να ακουστεί, για να λάβει προσοχή, για να κάνει τον άλλο να δει πως υπάρχει.
Μα για δες... Όταν φωνάζεις, ο άλλος φεύγει μακριά. Όταν φωνάζεις, ο άλλος φοβάται.
Όταν φωνάζεις στον άλλο... Ακούει μόνο την καρδιά του να χτυπά δυνατά, το άγχος να χτυπάει κόκκινο, την απειλή να του χτυπά την πόρτα.
Οι φωνές που θέλουν να εξουσιάσουν, καλύπτουν την φωνή της αλήθειας σου.
Όταν φωνάζεις, χάνεις κάθε ευκαιρία να σε ακούσει ο άλλος.
Και αν αυτό θέλει ο σαμποτέρ μέσα σου;
Και αν έχεις επιτέλους, την ευκαιρία να ακούσεις, να φροντιστείς, να επικοινωνήσεις την ανάγκη σου... Θα στο επιτρέψεις;
Λένε πως αυτό που πραγματικά φοβόμαστε είναι το να βγούμε στο φως.
Έχουμε συνηθίσει το σκοτάδι.
Θα σου επιτρέψεις να φανερώσεις την ευαλωτότητα σου;
Θα σε αφήσεις να ομολογήσεις την "αδυναμία" σου;
Ή είσαι τόσο θυμωμένος μαζί της ... Που θέλεις να την τιμωρήσεις και να κόψεις κάθε γέφυρα που σε συνδέει μαζί της; Κόβοντας την ευκαιρία να κρατήσεις κοντά και να ζητήσεις βοήθεια από τον άνθρωπο που έχεις δίπλα σου.
Ίσως, δεν έχει να κάνει με τον άλλο.
"Λέω πως δε με ακούς γιατί εξαρχής, δε με ακούω εγώ η ίδια. Δε με προστατεύω, δε σε οριοθετώ."
Ίσως αν με άκουγα, να μη χρειαζόμουν να ανεβάσω τον τόνο της φωνής μου για να με ξυπνήσω.
Ίσως, τελικά, φωνάζεις στον άλλο, γιατί δε θέλεις να σε ακούσει πραγματικά.»