«Κάποτε, είχα μία φίλη που ήταν τα πάντα για μένα. Η αδερφή που είχα επιλέξει. Μαζί της είχα μοιραστεί αμέτρητες χαρές, λύπες, ελπίδες και όνειρα. Γνωριστήκαμε στο λύκειο και από τότε ήμασταν αχώριστες.
Περάσαμε στο ίδιο πανεπιστήμιο, στην ίδια πόλη και συγκατοικήσαμε για 5 ολόκληρα χρόνια. Υπέροχα χρόνια που, όταν τα θυμάμαι, δακρύζω από συγκίνηση.
Πάντα πίστευα ότι η φιλία μας ήταν ξεχωριστή και ότι θα άντεχε στο πέρασμα του χρόνου, μέχρι που έγινα μητέρα. Τότε συνέβη κάτι που δεν πίστευα ποτέ ότι ήταν εφικτό.
Η φίλη μου εξαφανίστηκε από τη ζωή μου.
Άρχισε να μην σηκώνει τα τηλέφωνα και όταν το έκανε, έβρισκε απίστευτες δικαιολογίες για να μη με συναντήσει. Δεν με ρωτούσε ποτέ για την νεογέννητη κόρη μου και πάντα είχα την αίσθηση ότι βιαζόταν να κλείσει το τηλέφωνο.
Δυσκολευόμουν να το χωνέψω και σκεφτόμουν τι έφταιγε. Δεν ήμουν καλή φίλη; Είχα πει κάτι τόσο λάθος που την είχα πληγώσει και δεν μπορούσε να με συγχωρέσει; Δεν ήμουν αρκετά κοντά της; Μήπως απλά με είχε βαρεθεί;
Δεν ήθελα να πιστέψω ότι το γεγονός ότι είχα γίνει μητέρα την είχε απομακρύνει. Έχουν περάσει αρκετά χρόνια, όμως, από τότε που σταματήσαμε να μιλάμε και δεν βρίσκω κάποιο άλλον λόγο.
Το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα μάθω ποτέ τι πραγματικά συνέβη. Έπρεπε όμως να προχωρήσω τη ζωή μου και να επιχειρήσω να δεθώ με άλλους ανθρώπους. Οφείλω να ομολογήσω πως τα κατάφερα σ' ένα μεγάλο βαθμό.
Γνώρισα πολλές μαμάδες και με μερικές από αυτές ''κολλήσαμε'' σαν παρέα. Καμιά όμως δεν μπόρεσε να αντικαταστήσει τη φίλη μου. Από τότε που σταματήσαμε να μιλάμε με την κολλητή μου νιώθω ένα απέραντο κενό και πλέον ξέρω πως είναι μια πληγή που δύσκολα θα κλείσει.
Αυτό το ''γιατί;'' πάντα θα με στοιχειώνει και ας ξέρω καλά πλέον ότι οι σχέσεις των ανθρώπων δυστυχώς, αλλάζουν».