Τρεις απλές φράσεις, μικρές και σύντομες, που κρύβουν όλη την αγάπη του κόσμου.
Τρεις φράσεις που ακούμε από τα εφηβικά μας χρόνια, συνήθως με αυτή τη σειρά, και που επαναλαμβάνουμε σήμερα ως μαμάδες.
Στα 14 σε πνίγουν και σε κάνουν να αγανακτείς. «Καλά, δεν μου ‘χεις εμπιστοσύνη;».
Στα 20 τις συζητάς με τον ψυχαναλυτή σου μαζί με όλα τα συμπτώματα της «ελληνίδας μάνας».
Στα 25 αντιλαμβάνεσαι τη θαλπωρή που κρύβουν και σε κάθε «πάρε με όταν φτάσεις» χαμογελάς και απαντάς «κι εγώ σε αγαπώ μάνα».
Μέχρι που κάνεις τα δικά σου παιδιά και τότε το τοπίο ξεκαθαρίζει εντελώς. Το «πάρε με όταν φτάσεις» δεν είναι απλά μια καραμέλα που φτύνεις κάθε φορά που το παιδί σου ανοίγει την πόρτα, ούτε τρόπος χειραγώγησης κι ελέγχου. Συχνά δεν σε νοιάζει καν αν το σπλάχνο σου πήγε εκεί που σου είπε ή είναι με αυτούς που σου υποσχέθηκε. Αρκεί ένα «έφτασα κι είμαι καλά». Αρκούν αυτές οι 4 λέξεις για να αναπνεύσεις ξανά, να συνεχίσεις να πλένεις τα πιάτα ή να διαβάζεις το βιβλίο σου ή να πίνεις τον καφέ σου με τους φίλους σου.
Μετά και την απερίγραπτη εθνική τραγωδία στα Τέμπη, όμως, το «πάρε με όταν φτάσεις» σε κάνει να συνειδητοποιείς ότι δεν πρόκειται απλά για μια αγωνία που κληρονόμησες από τη δική σου μαμά. Αυτό που περνάει στο dna μας από τη μια γενιά «Ελληνίδας μάνας» στην άλλη, δεν είναι η αδυναμία μας να κόψουμε τον ομφάλιο λώρο αλλά η βαθιά επίγνωση ότι σ’ αυτό τον τόπο, ζούμε από τύχη.
Όσο καλά και να προετοιμάσεις το παιδί σου, όσα εφόδια και να του δόσεις, όσο προσεκτικό και να το κάνεις, πάντα υπάρχει ο αστάθμητος παράγοντας. Και δεν αναφέρομαι στη γλάστρα που μπορεί να πέσει στο κεφάλι του από το πουθενά, αλλά σε ένα ολόκληρο σύστημα που ενώ θα έπρεπε να προστατεύει τους πολίτες του, δεν το κάνει.
Μετά από τις ατέλειωτες μαρτυρίες γονιών που έστειλαν τα παιδιά τους να σπουδάσουν (έπειτα από χρόνια προετοιμασίας, θυσιών και καβγάδων) και τελικά τα πήραν πίσω μέσα σε μαύρες σακούλες, ανατριχιάζεις όταν ακούς «πάρε με όταν φτάσεις», είτε βρίσκεσαι στο ρόλο του παιδιού, είτε του γονιού, είτε και των δύο.
Κι όταν το ακούς, δεν διαμαρτύρεσαι πια - μόνο αγκαλιάζεις και όταν φτάσεις παίρνεις. Όπου κι αν πας, όσο χρονών κι αν είσαι.
Κι όταν το λες, αντιλαμβάνεσαι από τα βάθη της ψυχής σου ότι είναι ο τρόπος σου να πεις «παιδί μου σ’ αγαπώ, να προσέχεις». Από μέσα σου παρακαλάς να είναι το παιδί σου τυχερό και να μην μπει σε μια αμαξοστοιχία που θα συντριβεί από το πουθενά επειδή κάποιοι δεν νοιάζονται αν δουλεύει όπως πρέπει, αν έχει συντηρηθεί ή αν έχει δικλείδες ασφαλείας.