Η μητέρα μου θύμωνε μαζί μου για τα πιο παράλογα πράγματα. Δεν ήξερα τι μπορούσε να την εκνευρίσει καθώς κάθε μέρα ήταν διαφορετική. Αυτό που την είχε τσαντίσει χθες, ήταν αυτό που την έκανε να γελάσει σήμερα. Αυτό που την έκανε να γελάσει πριν από μια ώρα, την εξαγρίωνε την επόμενη. Όταν έλειπε ο πατέρας μου από το σπίτι η παρανοϊκή συμπεριφορά της γίνονταν πιο εμφανής.
Αν κάποιος χτυπούσε την πόρτα μας, η μαμά μου μού έλεγε να συρθώ ήσυχα προς το δωμάτιο στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου έπρεπε να καθίσω ακίνητη για ώρα μέχρι να περάσει ο «κίνδυνος». Εκείνη παρακολουθούσε απ' το ματάκι τον ανυποψίαστο επισκέπτη. Ακόμα κι αν επρόκειτο για κάποιον συγγενή, οποιοσδήποτε ερχόταν απροειδοποίητα και στεκόταν έξω από την πόρτα μας γινόταν ο «εχθρός» της.
Μόνο όταν έφευγε, επιτρεπόταν να κυκλοφορώ ελεύθερα στο σπίτι. Η μητέρα μου με ενημέρωνε για το τι είχε δει από το ματάκι: ποιος ήταν και τι φορούσε. Την απασχολούσε πολύ γιατί ο τάδε ή ο δείνα έρχονταν στο σπίτι μας απρόσκλητοι και πίστευε ότι κάτι σκάρωναν. Όταν με ρωτούσε τι πίστευα και της απαντούσε ότι δεν ήξερα, γινόταν επιθετική. Το βλέμμα της ήταν διαφορετικό.
Από παιδί αντιμετώπιζα την μητέρα μου σαν μια παρτίδα σκάκι
Από παιδί αντιμετώπιζα την μητέρα μου σαν μια παρτίδα σκάκι. Τοποθετούσα προσεκτικά τα πιόνια γιατί φοβόμουν τι θα συνέβαινε αν έκανα λάθος. Όταν έχανα την υπομονή μου μαζί της και δεν άκουγε αυτά που ήθελε από μένα με θεωρούσε εχθρό της και μου φερόταν σαν αιχμάλωτη πολέμου, με ανέκρινε για το τι πραγματικά ήξερα για τον επισκέπτη. Μετά από πολλά κλάματα, με άφηνε να πάω στο δωμάτιό μου. Φοβόμουν πάρα πολύ να μείνω ολομόναχη με τη μητέρα μου. Όταν έλεγα στον πατέρα μου τι συνέβαινε όσο έλειπε, με αγκάλιαζε και με πήγαινε βόλτα κάπου ώστε να ξεχαστώ.
Έχουν περάσει σχεδόν 30 χρόνια από τότε και κάποια πράγματα δεν έχουν αλλάξει. Προσπάθησα πολύ να βρω την κατάλληλη βοήθεια για τη μητέρα μου χωρίς αποτέλεσμα όμως. Είχα κουραστεί ψυχολογικά και έτσι αποφάσισα να μετακομίσω μακριά της, ώστε να μπορώ να ασχοληθώ με τις ανάγκες της δικής μου οικογένειας.
Η μητέρα μου ζει στην Καλιφόρνια, όπου οι άνθρωποι με ψυχικές ασθένειες δεν επιτρέπεται να κρατούνται σε κάποιο ίδρυμα για περισσότερο από 72 ώρες, ακόμη και αν διαπιστωθεί ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί τους, και η φαρμακευτική αγωγή δεν μπορεί να τους επιβληθεί, παρά μόνο να τους προταθεί. Πραγματικά φεύγοντας μακριά της ήλπιζα να ηρεμήσω λίγο συναισθηματικά και ήθελα να βεβαιωθώ ότι τα δικά μου παιδιά δεν θα εκτεθούν στην ψυχική ασθένεια της γιαγιάς τους, όπως εγώ σε τόσο νεαρή ηλικία.
Παρά την απόσταση, όμως, πάντα είναι στο μυαλό μου. Ανησυχώ για εκείνη. Θυμάμαι κάποια στιγμή που μου τηλεφώνησε ξημερώματα. Τη μια στιγμή ούρλιαζε και την αμέσως επόμενη ψιθύριζε. Έλεγε ότι κάποιοι θα τη σκοτώσουν και αμέσως μετά ηρεμούσε, λέγοντάς μου ότι οι εισβολείς «έφυγαν» από το σώμα της.
Ήξερα ότι είχα να κάνω με την ασθένεια και όχι με τη μητέρα μου
Σε αυτό το σημείο, ήξερα ότι είχα να κάνω με την ασθένεια και όχι με τη μητέρα μου ή με κάποιον επικίνδυνο εισβολέα στο σπίτι. Ήταν μια δύσκολη νύχτα και έπονταν πολλές ακόμα. Κάποια στιγμή η μητέρα μου εξαφανίστηκε και η αστυνομία τη βρήκε τελικά να ζει στο αυτοκίνητό της πίσω από ένα ψιλικατζίδικο. Μας είπε ότι ήταν το μόνο μέρος που δεν την έβρισκαν «Εκείνοι». Έχουν περάσει 7 χρόνια από τότε…
Όταν ήμουν έφηβη ήταν δύσκολα. Μισούσα εκείνη και όχι την ασθένειά της. Τώρα συμβαίνει το αντίθετο γιατί ξέρω ότι έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Υπάρχουν μέρες που είναι διαυγής, γοητευτική και όσα λέει βγάζουν νόημα. Τότε γίνεται η καλύτερα μαμά του κόσμου! Είναι εκείνη που με μύησε στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Είμαι ευγνώμων για όσα ζήσαμε. Μπορεί να πληγώθηκα ως παιδί, αλλά τώρα διαπιστώνω ότι είμαι γεμάτη αγάπη, συμπόνια, συμπάθεια και κυρίως συγχώρεση προς τη μητέρα μου.
Ελεύθερη μετάφραση από caregiver.com