Καθώς βλέπω τα παιδιά να μπαίνουν στο σχολείο φορώντας τις μάσκες τους και διατηρώντας απόσταση από τους συνομηλίκους τους, νιώθω το στήθος μου να σφίγγεται και ένας μεγάλος φόβος με κυριεύει.
Τίποτα δεν μοιάζει φυσιολογικό.
Νιώθω περισσότερο αγχωμένη και μου κάνει εντύπωση. Άλλωστε τώρα, με τα παιδιά στο σχολείο, μου μένει αρκετός χρόνος για να κάνω όλες μου τις δουλειές. Δεν χρειάζεται να κλείσω το τηλέφωνο για να τους φτιάξω ένα σνακ ή να κάνω τον διαιτητή σε κάποιον τους καβγά.
Δεν χρειάζεται να ανησυχώ για το διάβασμά τους και το πρόγραμμα που πρέπει να τηρήσουν για να υπάρχει κάποια ισορροπία στη ζωή τους. Δεν χάνω την ψυχραιμία μου, ούτε φωνάζω!
Νιώθω έτσι γιατί μου λείπουν πολύ. Περιμένω πώς και πώς να γυρίσουν σπίτι για να μάθω πώς πέρασαν τη μέρα τους, όμως, γυρνάνε κουρασμένα και θέλουν τον χρόνο και τον χώρο τους.
Μου λείπουν τα πρωινά χουζουρέματά μας στο κρεβάτι και οι μεσημεριανές αγκαλιές μας. Μου λείπουν οι αργοί ρυθμοί της καθημερινότητας που τόσο συνηθίσαμε. Πραγματικά, χαίρομαι που άνοιξαν τα σχολεία αλλά δεν ήμουν προετοιμασμένη για όλα αυτά τα συναισθήματα.
Το σπίτι μου φαίνεται άδειο. Και η ησυχία που τόσο πολύ ήθελα, τώρα μου φαίνεται ανούσια.
Είμαι στην κουζίνα και ακόμα περιμένω να μπει στο δωμάτιο ένα απ' τα δυο μου ζιζάνια για να μου πει ένα αστείο, να με αγκαλιάσει και να τρέξει πάλι πίσω στο δωμάτιό του.
Συνήθισα να έχω τα παιδάκια μου κοντά μου και τώρα μου φαίνεται παράξενο που λείπουν.