Θυμάμαι τα καλοκαίρια που περνούσα με τους γονείς μου με πάρα πολλή αγάπη και νοσταλγία, όχι μόνο επειδή ήμουν παιδί και περνούσα τέλεια, αλλά γιατί έχω και πάρα πολλές αναμνήσεις που είναι ουσιαστικές, εκτός από όμορφες.
Βλέποντας την καταστροφή που συντελείται αυτές τις μέρες σε κάποιες από τις πιο πράσινες πευκόφυτες γωνιές του τόπου μας, θυμήθηκα πόσες ζεστές καλοκαιρινές μέρες έχω περάσει ανάμεσα στα πεύκα χωρίς να νιώσω ούτε στιγμή τον κίνδυνο μιας πυρκαγιάς. Αυτό συνέβη επειδή, εκτός του ότι ήμουν παιδί και είχα μια σχετική άγνοια κινδύνου, είχα γύρω μου ανθρώπους που σέβονταν τη φύση και πρόσεχαν τον καταπράσινο χώρο που μας φιλοξενούσε λες και ήταν το σπίτι τους το ίδιο.
Ήταν μια τεράστια πευκόφυτη έκταση μπροστά στη θάλασσα, περιφραγμένη απ’ την τοπική δημοτική αρχή, αλλά ανοιχτή σε όσους ήθελαν να κατασκηνώσουν εκεί. Αρκεί, βέβαια, να έδειχναν τον απαιτούμενο σεβασμό για την ασφάλεια και την καθαριότητα αυτής της πανέμορφης και παρθένας τότε περιοχής.
Εμείς και κάποιες άλλες οικογένειες, στήναμε σκηνές, αράζαμε τροχόσπιτα και μέναμε εκεί για 1-2 μήνες (όσοι δεν είχαν άδειες έρχονταν τα σαββατοκύριακα) απολαμβάνοντας αυτό το μοναδικό δώρο της ελληνικής φύσης, το πράσινο του δάσους και το καταγάλανο της θάλασσας.
Για εμάς τα παιδιά, φυσικα, ήταν ένας μικρός παράδεισος. Που όμως είχε και μερικούς πολύ αυστηρούς κανόνες.
Θυμάμαι τις μανάδες μας να μας κυνηγάνε αν ρίχναμε έστω και ένα μικρό σκουπιδάκι στο έδαφος και να μας κάνουν κυρήγματα για το πόσο σημαντικό είναι να προσέχουμε κάθε σπιθαμή του πανέμορφου αυτού τόπου, αλλά και να τον αφήσουμε όπως ακριβώς τον βρήκαμε χωρίς κανένα ίχνος της δικής μας παρουσίας.
Βεβαίως, παιδιά ήμασταν και τα παίρναμε λίγο πιο ελαφρά όλα αυτά, όμως η επανάληψη σε συνδυασμό με την αγνή αγάπη που είχαμε γι’ αυτό το μέρος, έκανε το μάθημα αποτελεσματικό. Προσέχαμε τα πάντα σαν τα μάτια μας, ίσως και γιατί δεν θέλαμε να διακινδυνεύσουμε την επιστροφή μας την επόμενη χρονιά.
Και οι μπαμπάδες μας, όμως, μας έδιναν καθημερινά ένα έμπρακτο παράδειγμα του να νοιάζεσαι πραγματικά και για τη φύση, αλλά και για τους ανθρώπους γύρω σου.
Τους θυμάμαι ακόμη να περιπολούν το αυτοσχέδιο κάμπινγκ απ’ άκρη σ’ άκρη διώχνοντας προς την παραλία όποιον ασυνείδητο είχε τη φαεινή ιδέα να ανάψει ψησταριά ανάμεσα στα πεύκα. Μάλιστα, ένας από τους μπαμπάδες κρατούσε έναν ασύρματο φορητό πομποδέκτη στο χέρι (ένα CB), ώστε να τον περνάνε για αστυνομικό και να «ψαρώνουν» ευκολότερα. Εμείς, βέβαια, ξέραμε ότι δεν είναι και γελούσαμε με τις αντιδράσεις τους.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, πάντως, με τις νουθεσίες, τα γέλια και τις περιπολίες μάθαμε κάτι πολύ σημαντικό: ότι τα δάση οφείλουμε να τα σεβόμαστε και να τα προσέχουμε για να μπορούμε να απολαμβάνουμε όλα όσα έχουν να μας προσφέρουν.
Όπως πρόσφεραν σε μένα μερικά από τα ομορφότερα καλοκαίρια της ζωής μου!