«Είναι πολύ δύσκολα τα φετινά Χριστούγεννα για όλους, αλλά ακόμα πιο πολύ για τα παιδιά που έχουν μείνει πολύ καιρό κλεισμένα στο σπίτι. Τα δικά μας, ομολογώ, έχουν κάνει πολλή υπομονή, αλλά πριν από μερικές μέρες λύγισαν κι αυτά και κατέβασαν κάτι μούτρα μέχρι εκεί κάτω.
Γι’ αυτό είπαμε κι εμείς να μην κάνουμε Χριστούγεννα μόνοι μας σαν τους μαγκούφηδες, αλλά να πάμε στην κουνιάδα μου η οποία ξέρω ότι προσέχει πολύ, να δουν λίγο τα ξαδερφάκια τους που, απ’ ότι μαθαίνω, έχουν λαλήσει κι εκείνα.
Τι το θέλαμε; Αντί να το χαρούμε, μέρα που ήταν, φύγαμε εξουθενωμένοι και ξενερωμένοι όσο δεν πάει. Τα παιδιά δε, ανυπομονούσαν να γυρίσουμε σπίτι κι ας ξαναβγούν από εκεί… του χρόνου! Δεν είναι ότι δεν ξεσκάσανε παίζοντας με τα ξαδέρφια τους… Ή ότι εμείς δεν χαρήκαμε που είδαμε οικείους ανθρώπους.
Απλώς, η κουνιάδα μου ήταν σαν ένα μαύρο σύννεφο που περιφέρεται στο χώρο και εξαφανίζει κάθε ίχνος λιακάδας. Μιλάμε, η γυναίκα έχει πάει την απολύμανση κατά του κορονοϊού σε άλλο επίπεδο – έχει χάσει εντελώς το μέτρο και ανησυχώ για την ψυχική της υγεία. Ήταν που ήταν ψυχαναγκαστική, τώρα είναι ώρες ώρες που το μάτι της γυαλίζει κυριολεκτικά.
Έπρεπε να το καταλάβω απ’ το τηλέφωνο που με έλουσε με τους φόβους της και μου απαρίθμησε τις “αντιμικροβιακές” πρακτικές της. Αλλά είπα, εντάξει, υπερβάλλει επειδή έχει πολύ καιρό να καλέσει κόσμο στο σπίτι.
Κι όμως… με το που φτάσαμε, είχε έτοιμες παντόφλες για όλους μας (σε σφραγισμένα σακουλάκια) και είχε αναρτήσει φιάλη με αντισηπτικό έξω απ’ την πόρτα. Επίσης, είχε κίτρινο κάδο με το σύμβολο της ραδιενέργειας, όπου έπρεπε να πετάξουμε τις μάσκες μας για να βάλουμε τις φρέσκιες που μας είχε ετοιμάσει – και μάλιστα γιορτινές, με χριστουγεννιάτικα σχέδια.
Μπαίνοντας, μας πήγε σαν τσομπανόσκυλο ως το μπάνιο για να πλύνουμε τα χέρια μας και τραγούδησε το τρίγωνα κάλαντα με τον καθένα μας από 3 φορές, για να σιγουρευτεί ότι έχουμε πλυθεί σωστά. Και πως να μην πλυθούμε δηλαδή, αφού είχαμε μπροστά μας τις οδηγίες του ΠΟΥ με σκίτσα, φάτσα μόστρα στον καθρέφτη.
Από εκεί και πέρα, τα πάντα λειτουργούσαν με σαφείς οδηγίες με την κουνιάδα μου να μας κυνηγάει με το αντισηπτικό μην τυχόν και πιάσουμε το πρόσωπό μας χωρίς να έχουμε απολυμανθεί. Για τα δώρα, δεν το συζητώ. Ανοίχτηκαν στο μπαλκόνι (ξυλιάσαμε στο μεταξύ), καθαρίστηκαν με αντισηπτικό και κατόπιν με ατμό, μέσα στη μπανιέρα παρακαλώ.
Φατνάζομαι έχετε καταλάβει ότι το γεύμα ήταν ένα θέατρο του παραλόγου και παρ’ ότι ήταν πλουσιοπάροχο, μας το έβγαλε κυριολεκτικά απ’ τη μύτη με τα βίτσια της. Όσο για την χαλαρή κουβεντούλα που λαχταρούσαμε να κάνουμε, με τον άντρα της έστω, ελάχιστα επέτρεψε να ξεφύγει απ’ τον κορονοϊό και τη μαυρίλα που τον συνοδεύει – η απαισιοδοξία γι’ αυτά που μας περιμένουν χτύπησε κόκκινο.
Τα παιδιά, τουλάχιστον, έπαιξαν για όσο τα άφησε στην ησυχία τους, όχι όμως με τα καινούργια παιχνίδια γιατί έπρεπε να μείνουν στο μπαλκόνι για 24 ώρες ακόμα. Δεν πέρασαν και άσχημα, αλλά κάποια στιγμή είχαν βαρεθεί να μιλάνε με τις μάσκες και να πλένουν τα χέρια τους στο πρόσταγμα της θείας.
Στο τέλος, φύγαμε άρον άρον με πρόσχημα έναν πονοκέφαλο που με έπιασε τάχα, ο οποίος της έφερε κρύο ιδρώτα (μπορεί και δέκατα) απ’ το άγχος. Ευτυχώς, δεν είπε τίποτα για την Πρωτοχρονιά, αλλά και να έλεγε, δεν υπήρχε περίπτωση να ενδώσω…
Μόνοι μας, στο σπίτι, χωρίς μάσκες και αντισηπτικά, να το χαρούμε και να ξεκουραστούμε λίγο απ’ όλη αυτήν την τρέλα που σημάδεψε το 2020.»