«Το ξέρω ότι χρειάζεται υπομονή αυτό που περνάμε, αλλά νιώθω ότι έχω πλέον κουραστεί μ’ όλη αυτήν την κατάσταση. Έχω κουραστεί να ακούω ειδήσεις, να απολυμαίνω τα πάντα, να τηρώ τα μέτρα προστασίας, να προσέχω και τον ίσκιο μου ακόμη, ενώ γύρω μου υπάρχει κόσμος που τα έχει όλα γραμμένα.
Πιο πολύ, όμως, έχω κουραστεί να δίνω μια καθημερινή μάχη μέσα στο ίδιο μου το σπίτι…
Ναι! Πρέπει να δίνω μάχη κάθε μέρα για να τηρούνται τα βασικά – το πλύσιμο των χεριών, για παράδειγμα – επειδή ο σύζυγός μου είναι αυτό που λέμε “αρνητής του κορονοϊού”. Δεν είναι ότι αντιδράει απλώς σε κάτι δυσάρεστο που του επιβάλλεται απ’ τη μια μέρα στην άλλη ούτε νιώθει πως τα ΜΜΕ υπερβάλλουν για να “πουλήσουν”.
ΔΕΝ πιστεύει ότι υπάρχει καν ο κορονοϊός. Τελεία και παύλα!
Μου το είπε ξεκάθαρα καταμεσής της καραντίνας. “Εγώ”, μου είπε, “δεν βλέπω καμία πανδημία, επειδή πεθαίνουν γέροι και άρρωστοι από πνευμονία. Αλλά ξέρουν ότι ο κόσμος είναι πρόβατα και φοβάται με το παραμικρό κι έτσι βρήκαν τον τρόπο να τελειώνουν με τη μεσαία τάξη. Και να είμαστε χρεωμένοι σ’ αυτούς όλη μας τη ζωή”.
Ένιωσα άβολα, αλλά άκουσα τη γνώμη του όπως κάνω πάντα, παρ’ ότι ξέρω ότι του αρέσει να υπερβάλλει και να αναζητά μονίμως τους υπαίτιους σε “υψηλά κλιμάκια”. Δεν πίστευα κιόλας ότι θα γίνει τόσο αντιδραστικός ώστε να μην προσέχει καθόλου γιατί έχει και δύο γονείς που υπεραγαπά. Και είναι και τα παιδιά μας, φυσικά.
Αλλά το μέτρο χάθηκε και η καθημερινότητα στο σπίτι έγινε αφόρητη, αφού εγώ γκρινιάζω διαρκώς κι εκείνος “υπακούει”, αλλά γκρινιάζοντας. Τελευταία, μάλιστα, τσακωνόμαστε κανονικά για το πλύσιμο των χεριών ή τα ρούχα της δουλειάς, που του ζητάω να τα βγάζει έξω απ’ το σπίτι. Στη δουλειά του ξέρω ότι δεν προσέχουν κι ας μου λέει άλλα, κατηγορώντας πάντα τους συναδέλφους του για “πρόβατα”.
Ευτυχώς, οι γονείς του προσέχουν και, κατά κάποιον τρόπο, τον αποφεύγουν όσο μπορούν. Εκείνος το αντιλαμβάνεται και, έξαλλος, κατηγορεί τις ειδήσεις και, φυσικά, εμένα που “τους τρομάζω και τους αποξενώνω απ’ το παιδί τους”. Τα παιδιά μας είναι μικρά και με ακούνε, αλλά καμιά φορά μου πετάνε και πράγματα που τους λέει ο μπαμπάς τους, όπως ότι “πότε θα πεθάνει ο κοροϊδοϊός να παίξουμε με τους φίλους μας” ή “γιατί να πλένουμε συνέχεια τα χέρια μας αφού ο ιός δεν πειράζει τα παιδιά”.
Με τη μάσκα στις τάξεις, ήταν που έχασε τελείως την ψυχραιμία του. Ήθελε να πάει στο σχολείο να κάνει φασαρία – διάβαζε όλη μέρα κάτι τύπους με παρόμοια μυαλά στο facebook και φούντωνε τόσο που δεν μπορούσε ούτε να φάει ήρεμος. Πάλι καλά που στα social οι άνθρωποι είναι όλο λόγια κι έτσι κάθισε κι αυτός στ’ αυγά του.
Τον αγαπώ και καταλαβαίνω και τις αγωνίες του, που ευθύνονται εν μέρει γι’ αυτήν τη συμπεριφορά, αλλά για πρώτη φορά νιώθω πως η συμβίωση στο σπίτι γίνεται όλο και πιο δύσκολη – και δυσάρεστη μαζί. Ο κορονοϊός δεν μας χτύπησε την πόρτα (απ’ όσο ξέρουμε) κι έχουμε την υγειά μας, αλλά μας έβλαψε έμμεσα και πιο σοβαρά απ’ ότι θα μπορούσαμε να φανταστούμε. Δηλητηρίασε την καθημερινότητα του σπιτιού κι εκεί που δέσποζε η ζεστασιά και η ηρεμία, τώρα δεσπόζουν οι τσακωμοί και οι εγωισμοί.
Το ξέρω… θα τελειώσει όλο αυτό και θα γυρίσουμε στους ρυθμούς μας, αγαπημένοι και ήρεμοι, αλλά όσο πιο πολύ διαρκεί αυτή η σκοτεινιά τόσο περισσότερο μας φθείρει – ειδικά τη σχέση μας.
Εγώ πάντως θα συνεχίσω τις μάχες γιατί θέλω να προστατεύσω κι εκείνον όσο θέλω να προστατεύσω εμάς. Κι ελπίζω να το αντληφθεί σύντομα και να γίνει σύμμαχος, αντί για εχθρός μου.»