Είναι απλό: η πείνα δεν είναι έχει μόνο βιολογικά αίτια, αλλά και ψυχολογικά. Έτσι, όταν τρώμε σαν να επιστρέψαμε μόλις απ’ τις σπηλιές χωρίς προφανή λόγο, είναι γιατί πεινάμε, όχι βιολογικά, αλλά συναισθηματικά.
Τι είναι η συναισθηματική πείνα
Η συναισθηματική πείνα είναι μια κατάσταση κατά την οποία το άτομο καταφεύγει στο φαγητό γιατί δεν μπορεί να διαχειριστεί μια συγκεκριμένη ψυχολογική κατάσταση ή ένα απροσδιόριστο άγχος. Αν και συμβαίνει σε όλους κάποιες φορές στη ζωή τους, μπορεί αν εξελιχθεί σε παθολογική κατάσταση που δεν υποχωρεί ποτέ, αλλά παρασέρνει το άτομο σε έναν φαύλο κύκλο χωρίς διέξοδο.
Όταν πεινάμε συναισθηματικά τρώμε γιατί αισθανόμαστε δυσάρεστα. Συνεπώς, προσδοκούμε να ανακουφιστούμε άμεσα απ’ όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα. Η υπερβολική κατανάλωση φαγητού, όμως, μας προκαλεί ενοχές και άλλα παρεμφερή συναισθήματα. Έτσι, οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια στο να αναζητήσουμε και πάλι παρηγοριά στο φαγητό.
Πώς ξέρουμε ότι πεινάμε συναισθηματικά και όχι βιολογικά
Άν διατηρούμε ένα επαρκώς ισορροπημένο διατροφικό πρόγραμμα που περιλαμβάνει όλα τα είδη τροφών και τακτικά γεύματα, τότε είναι απίθανο να πεινάμε επειδή το σώμα μας δεν τρέφεται κανονικά. Ειδικά αν το αίσθημα πείνας δεν συνοδεύεται από γουργουρητό στο στομάχι και άλλα χειροπιαστά συμπτώματα, τότε είναι ακόμη πιο πιθανό να πεινάμε συναισθηματικά, να θέλουμε δηλαδή να φάμε για να ανέβουμε ψυχολογικά και μόνο.
Επιπλέον η συναισθηματική πείνα έχει κάποια χτυπητά χαρακτηριστικά. Πρώτον, ικανοποιείται κυρίως με «αμαρτωλές» γεύσεις – τροφές με πολλά λιπαρά, σάλτσες, τυροκομικά, γλυκά κλπ. Δεύτερον, δεν συνοδεύεται από αίσθημα κορεσμού, μπορούμε δηλαδή να φάμε υπερβολικές ποσότητες φαγητού χωρίς σταματημό ώσπου να νιώσουμε έντονη δυσφορία. Τρίτον, την κατανάλωση του φαγητού ακολουθεί πάντα ένα αίσθημα ενοχής, κάτι που δεν υπάρχει λόγος να νιώσουμε όταν τρώμε απλώς για να χορτάσουμε.
Τι κάνουμε για να νικήσουμε την ψυχολογική πείνα
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να έχουμε κατά νου όλα τα παραπάνω ώστε να εντοπίσουμε πότε τρώμε για να ικανοποιήσουμε ψυχικές και όχι βιολογικές ανάγκες. Κατόπιν, πρέπει να βρούμε απλούς και γρήγορους τρόπους να ελέγξουμε την παρόρμησή μας – π.χ τρώγοντας κάτι που μας γεμίζει χωρίς να είναι επιβλαβές, όπως μια μπάρα ή κάνοντας κάτι που μπορεί να πάρει το μυαλό μας απ’ το φαγητό την κρίσιμη στιγμή.
Μπορούμε επίσης να διατηρούμε ένα διατροφικό ημερολόγιο, ώστε να ξέρουμε πότε, μέσα σητν ημέρα, φάγαμε επειδή έπρεπε και πότε επειδή νιώσαμε ψυχικά άδειοι. Μ’ αυτόν τον τρόπο, θα μπορέσουμε να χαρτογραφήσουμε τη προβληματική συμπεριφορά μας και να βρούμε τι πρέπει να κάνουμε για να τη μετριάσουμε ή να την εξαλείψουμε.
Σε κάθε περίπτωση, αν τα περιστατικά είναι πυκνά και αδυνατούμε να ελέγξουμε τον εαυτό μας, το καλύτερο είναι να συμβουλευτούμε έναν ειδικό, ο οποίος θα μπορέσει να μας καθοδηγήσει αργά και σταθερά έξω απ’ τον λαβύρινθο της συναισθηματικής πείνας.