Σκίτσο: Jean-Jacques Sempé
«Σήμερα επιστρέψαμε στο σχολείο. Πριν, έπρεπε να μείνουμε σπίτι για τον κορονοϊό και επειδή έλεγε κάτι παράξενα πράγματα στην τηλεόραση, κάθε απόγευμα, ένας ευγενικός κύριος με γυαλάκια κι ένας άλλος αξύριστος και θυμωμένος. Και οι δυο έλεγαν ότι τα παιδιά μεταδίδουν την νόσο πολύ. Αλλά ο κύριος με τα γυαλιά είπε ότι δεν κολλάμε τώρα, εκτός από τον Κλοταίρ που η μαμά του έχει παρένθεση για νόσημα ή κάτι τέτοιο, τελοσπάντων, και είναι επικίνδυνο και θα στείλει μια δήλωση ο μπαμπάς του και θα τη γλιτώσει.
Αλλά και στο Webex, στην καραντίνα, πάλι τη γλίτωνε και δεν έμπαινε, ενώ όλοι οι άλλοι κάναμε μάθημα στο τάμπλετ και στο κομπιούτερ, κάθε μέρα. Στην αυλή είχε πολλή πλάκα. Δεν μπορούμε να παίζουμε ούτε κυνηγητό, ούτε κρυφτό, ούτε αμπάριζα. Ο Μαιξάν φορούσε μια αστεία μάσκα με μία βαλβίδα, η Μαρί φορούσε κίτρινα γάντια που της ήταν μεγάλα και ο Ζοφρουά έριχνε αντισηπτικό σπρέι σε όποιον τον πλησίαζε. Ο Ρούφους είπε στον Μαιξάν ότι μοιάζει με πίθηκο με τη μάσκα που φοράει. Ο Μαιξάν τον ρώτησε αν ήθελε ο πίθηκος να του ρίξει μια σφαλιάρα στα μούτρα να μάθει. Και τότε ο Ρούφους του είπε ότι δεν μπορεί να του ρίξει σφαλιάρα λόγω της κοινωνικής απόστασης.
Η κυρία τότε έκανε έναν παράξενο μορφασμό και είπε στον Εντ να πει ευχαριστώ στο μπαμπά του για τα καλά του λόγια κι ο Εντ είπε παρακαλώ. Τότε ήταν που η Λουιζέτ άρχισε να κλαίει γιατί η γιαγιά της πέθανε και ο κορονοϊός σκοτώνει γιαγιάδες. Και η κυρία στεναχωρήθηκε πολύ που δεν ήξερε ότι η γιαγιά της Λουιζέτ πέθανε από τον ιό. Αλλά η Λουιζέτ εξήγησε πώς η γιαγιά της είχε πεθάνει πριν από πολλά χρόνια, αλλά ήταν λυπημένη έτσι κι αλλιώς.
Και ξαφνικά ο Ζοφρουά έριξε αλκοολούχο τζελ στα μάτια του Ανιάν που ξαφνικά άρχισε να ουρλιάζει και να λέει πως δεν τον αγαπάει κανένας και πως θέλει να πεθάνει. Ο Ζοφρουά του είπε ότι τώρα ο Ανιάν δεν κινδυνεύει να πεθάνει αν ο ιός πάει να μπει από τα μάτια του. Τότε η δασκάλα κατάσχεσε το αλκοολούχο τζελ του Ζοφρουά και ο Ζοακίμ είπε ότι η μαμά του πιστεύει πώς, έτσι κι αλλιώς, το αλκοόλ έχει καταστρέψει σπίτια, σαν του θείου του του Μπερτράν που χώρισε με την θεία Ζορζέτ. Παρατήρησα ότι το φρύδι της δασκάλας άρχισε να χορεύει περίεργα, όταν μας είπε ότι μπορούμε να ανοίξουμε να φάμε το κολατσιό μας. Αλλά ο Αλσέστ άρχισε να βρίζει, γιατί η μαμά του του είχε βάλει μόνο δύο κρουασάν αντί για τρία. Και ο Κλοταίρ άρχισε να φωνάζει ότι το τοστάκι του ακούμπησε το θρανίο που το είχε αγγίξει πριν το μολυσμένο κρουασάν του Αλσέστ και ο Ανιάν άρχισε να ουρλιάζει πάλι, γιατί φοβόταν ότι τώρα θα πεθάνουν όλοι από κορονοϊό!