Η αξιολόγηση της νοητικής ικανότητας ενός παιδιού γίνεται με βάση τον μέσο όρο των παιδιών της ηλικίας του. Η διάγνωση γίνεται αποκλειστικά από ειδικούς μέσω εξειδικευμένων τεστ, τα οποία εξετάζουν μια ευρεία γκάμα παραγόντων που συντελούν στην παρουσία νοητικής υστέρησης και καθορίζουν τον βαθμό της. Τα επίπεδα της νοητικής υστέρησης, απ’ το βαρύτερο προς το ελαφρύτερο, είναι:
- Βαριά νοητική υστέρηση
- Σοβαρή νοητική υστέρηση
- Μέτρια νοητική υστέρηση
- Ελαφριά νοητική υστέρηση
- Οριακή νοημοσύνη
Τι είναι η «οριακή νοημοσύνη»
Ουσιαστικά, νοητική υστέρηση με άμεση ανάγκη ειδικής ή εντατικής αντιμετώπισης (υποστήριξης, εποπτείας και εκπαίδευσης) έχουμε μόνο στις πρώτες τέσσερις περιπτώσεις. Η «οριακή νοημοσύνη» είναι κάτι τελείως διαφορετικό και, με την κατάλληλη στήριξη, πολύ λιγότερο επιδραστικό στη ζωή του παιδιού.
Η νοημοσύνη ενός παιδιού χαρακτηρίζεται ως «οριακή» ή «υπολειπόμενη» εάν, μετά την αξιολόγηση, ο σχετικός δείκτης κινείται στα κατώτερα επίπεδα (από 68 έως 85) του φυσιολογικού. Ένα παιδί με οριακή νοημοσύνη δεν θεωρείται ότι παρουσιάζει νοητική υστέρηση, αλλά ότι είναι απλώς «βραδυμαθές».
Μπορεί να παρακολουθήσει κανονικά το σχολείο και να λάβει την εκπαίδευση που λαμβάνουν όλα τα παιδιά, με την απαραίτητη στήριξη όπου χρειαστεί. Στην περίπτωση π.χ. που αντιμετωπίσει αυξημένο βαθμό δυσκολίας στη μάθηση, μπορεί να υποστηριχτεί απευθείας απ’ τον δάσκαλο (με προσαρμογή της ύλης και του προγράμματος) ή να παρακολουθήσει κάποιο τμήμα ένταξης.
Πώς μπορούμε να την εντοπίσουμε
Αν δεν γίνει διάγνωση μέσω αξιολόγησης, είναι πιθανό να μην αντιληφθούμε εγκαίρως ότι ένα παιδί έχει οριακή νοημοσύνη, αφού δεν παρουσιάζει πρώιμα σημάδια υστέρησης στην κινητική και νοητική του ανάπτυξη. Κοινωνικά, πάλι, τα βραδυμαθή παιδιά δεν παρουσιάζουν εύκολα συμπεριφορές που μπορεί να τραβήξουν την προσοχή (είτε στην τάξη είτε εκτός) προκαλώντας την ανησυχία δασκάλων και γονιών.
Όταν δεν παρουσιάσουν σημάδια βραδυμάθειας από νωρίς, συχνά περνούν απαρατήρητα ώσπου να φτάσουν σε μια ηλικία (τέλη δημοτικού, αρχές γυμνασίου) που φαίνεται πιο έντονα πως υστερούν σε σχέση με τα παιδιά της ηλικίας τους – επειδή, ούτως ή άλλως, αναπτύσσονται πιο αργά από εκείνα.
Οι γονείς οφείλουν να κινητοποιηθούν αν οποιαδήποτε στιγμή στα χρόνια της ανάπτυξής του (0-16 ετών) το παιδί παρουσιάσει:
- Δυσκολία στον λόγο ή την κατανόηση οδηγιών.
- Αδυναμία να περάσει σε επόμενη τάξη του Δημοτικού.
- Χαμηλές επιδόσεις ταυτόχρονα σε όλα τα μαθήματα.
- Περιορισμένη κατανόηση κατά την ανάγνωση.
- Μειωμένη ικανότητα να κάνουν λογικούς συσχετισμούς.
- Τάση να απομνημονεύει μηχανικά χωρίς να καταλαβαίνει.
- Χαμηλή αυτοεκτίμηση και έντονη ανασφάλεια.
Τι γίνεται μετά τη διάγνωση
Τα βραδυμαθή παιδιά εντάσσονται στην κατηγορία των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες και μπορούν να τελειώσουν κανονικά το σχολείο με την κατάλληλη στήριξη, είτε εντός της τάξης είτε μέσω πρόσθετης διδασκαλίας. Αν όλα γίνουν όπως πρέπει, εξελίσσονται σε απολύτως λειτουργικούς χωρίς καμία ανάγκη υποστήριξης ή εποπτείας.
Το σημαντικό είναι να γίνει έγκαιρη διάγνωση, ώστε ένα παιδί που είναι βραδυμαθές να μη μείνει πίσω και αντιμετωπίσει άλλους είδους προβλήματα (π.χ. περιορισμένο μορφωτικό επίπεδο, χαμηλή αυτοεκτίμηση) που θα τα κουβαλήσει και στην ενήλικη ζωή του. Πέρα από τις ελλείψεις στην εκπαίδευσή του, ο κίνδυνος που προκύπτει από μια καθυστερημένη διάγνωση, είναι να αναπτύξει το παιδί ψυχικές διαταραχές, ανάλογα και με το πόσο έντονα και για πόσον καιρό βιώνει την αίσθηση πως υστερεί σε σχέση με τους συμμαθητές του.
Με λίγα λόγια, αν το παιδί μας διαγνωστεί με οριακή νοημοσύνη, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην τα καταφέρει μια χαρά στη ζωή. Αρκεί να γνωρίζουμε εγκαίρως τι θα αντιμετωπίσει και πως θα το στηρίξουμε στην πορεία του προς την ενηλικίωση.