«Όταν ήμουν 14, έφυγα απ’ το σπίτι μου γιατί οι γονείς μου δεν ήταν σε θέση να μεγαλώσουν ένα παιδί – δεν χρειάζεται να πω περισσότερα. Κι αφού περιπλανήθηκα για λίγο καιρό σε σπίτια φίλων, κατέληξα να μένω με τη γιαγιά μου.
Και ξέρω πια, ότι αυτή η επιλογή μου έσωσε κυριολεκτικά τη ζωή!
Η γιαγιά μου ήταν ήδη 70 όταν μετακόμισα σπίτι της. Με αγκάλιαζε κι ένιωθα τα χέρια της να τρέμουν, το ίδιο και τα χείλη της όποτε με φιλούσε στο μάγουλο. Στο σπίτι της, ξαναβρήκα το ίδιο χαλί στο οποίο μπουσουλούσα όταν ήμουν μωρό και το μοναδικό μέρος όπου είχα νιώσει ποτέ μου ασφάλεια και θαλπωρή στα 14 χρόνια της ζωής μου. Τη δεδομένη στιγμή, ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμουν.
Στην αρχή, φοβόμουν να της ζητήσω να μείνω μαζί της, αλλά ένα βράδυ που τρώγαμε μαζί, μάζεψα όσο θάρρος είχα μέσα μου και της έκανα τη μεγάλη ερώτηση.
Εκείνη με κοίταξε μέσα απ’ τα παλιομοδίτικα γυαλιά της κι ύστερα κοίταξε κάτω. Της πήρε λίγα λεπτά, πριν σηκώσει το βλέμμα και μου πει το πολυπόθητο “ναι”, αλλά με δύο όρους: πρώτον, να πηγαίνω στην εκκλησία και δεύτερον, να μην κόψω τα μαλλιά μου κοντά γιατί “έτσι μου πάνε πολύ!”
Δέχτηκα, φυσικά, χωρίς να το πολυσκεφτώ και γεμάτη χαρά μετακόμισα στο δωμάτιο που μεγάλωσε κάποτε ο πατέρας μου. Κι εκεί έμεινα, τουλάχιστον μέχρι να τελειώσω το σχολείο και να ανοίξω τα φτερά μου χωρίς τον φόβο, πλέον, που με είχε κυριεύσει όταν αναζήτησα καταφύγιο στη γιαγιά μου.
Σήμερα, 20 χρόνια μετά, έχω πια τρία παιδιά και καθώς μπαίνουν στην εφηβεία, αντιλαμβάνομαι πλήρως πόσο δύσκολο ήταν για τη γιαγιά μου να αναλάβει ένα ατίθασο έφηβο κορίτσι που είχε μεγαλώσει χωρίς όρια και υγιή γονεϊκά πρότυπα. Έστω και μέχρι την ενηλικίωσή μου που δεν απείχε δα και τόσο πολύ. Πόσο μάλλον, ένα κορίτσι που καταπάτησε τους όρους στους οποίους είχε συμφωνήσει σχεδόν αμέσως.
Δυστυχώς, η γιαγιά μου δεν ζει πια, ώστε να πάρω τα τρεμάμενα χέρια της στα δικά μου, να τη φιλήσω και να την ευχαριστήσω για ακόμη μία φορά.
Να την ευχαριστήσω που μάλωνε μαζί μου για να διαβάζω, να μην ξενυχτάω και να μην παρασύρομαι απ’ τις κακές παρέες στις οποίες είχα την τάση να ανήκω. Που δεν με άφησε να παρατήσω το σχολείο, όσες φορές κι αν έφτασα στο παρά πέντε, εξαιτίας της συμπεριφοράς και του άστατου χαρακτήρα μου. Που θυσίασε τα πάντα για μένα, την ηρεμία, τον ύπνο και την υγεία της ακόμη, ώσπου να μάθει ότι τα έχω καταφέρει στη ζωή μου και να φύγει με τη συνείδησή της ήσυχη και την καρδιά της γεμάτη.
Γι’ αυτό, λοιπόν, αρπάζω αυτήν την ευκαιρία να ευχαριστήσω όλους τους παππούδες του κόσμου που βρίσκονται στη θέση της γιαγιάς μου, να μεγαλώνουν τα εγγόνια τους – για τον έναν ή τον άλλο λόγο. Που, πιθανότατα, σώζουν μια ζωή και δίνουν σε ένα παιδί τη σταθερότητα και τη ζεστασιά που τόσο έχει ανάγκη στα τρυφερά χρόνια πριν την ενηλικίωση.
Σας ευχαριστώ με όλη την ψυχή μου και σας ζητώ να κάνετε κουράγιο γιατί μια μέρα, όταν φτιάξουν τη ζωή τους χάρη σε σας, αυτά τα παιδιά θα σας κάνουν περήφανους. Και θα νιώσετε κι εσείς την καρδιά σας να πλημμυρίζει από ικανοποίηση κι από ζεστασιά.
Όπως η αείμνηστη γιαγιά μου!»