«Δεν επιβραβεύω το παιδί μου με παιχνίδια, γλυκά ή χρήματα για να κάνει αυτό που πρέπει. Χωρίς δωροδοκίες, αποκτά μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και δίνει πραγματική αξία σε ότι κάνει μόνη της.
Βέβαια, δεν σκεφτόμουν πάντα έτσι. Παλιότερα, κατέφευγα πιο συχνά στην τιμωρία για να πείσω τα παιδιά μου να μην με παρακούνε σε κάθε ευκαιρία. Αλλά ήταν επώδυνο, όχι μόνο για ‘κείνα, αλλά και για μένα. Θυμόμουν ξεκάθαρα πώς ένιωθα παιδί όταν με τιμωρούσαν, εκείνον τον συνδυασμό ντροπής, θυμού και στενοχώριας που έκανε τα λεπτά να μοιάζουν με ώρες ολόκληρες. Ώσπου κατέληξα ότι είναι αληθινά παράλογο να συνδέουμε τον πόνο με την ουσιαστική συμμόρφωση ενός παιδιού με ότι του ζητάμε – με ότι, ως γονείς, θεωρούμε καλύτερο για ‘κείνο.
Κάπως έτσι, βρέθηκα να ανταμοίβω τα παιδιά μου κάθε φορά που έκαναν αυτό που τους έλεγα. Στην αρχή, δεν μπορούσα ν’ αντιληφθώ ότι αυτό που έκανα δεν ήταν παρά η άλλη πλευρά του νομίσματος. Είναι αντίστοιχα παράλογο να θεωρούμε πως ένα παιδί που έχει να κερδίσει κάτι χειροπιαστό και άμεσο, θα κάνει αυτό που λέμε για οποιονδήποτε άλλο λόγο εκτός από την ανταμοιβή.
Ναι, εμείς γλιτώνουμε πολλά και, κυρίως, την όλη φασαρία που εμπεριέχει μια τιμωρία, αλλά το θέμα δεν είμαστε εμείς. Δεν γίνεται για εμάς όλο αυτό – για να έχουμε π.χ. το κεφάλι μας ήσυχο – αλλά για τα παιδιά. Για να μάθουν ποιο είναι το σωστό και να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι.
Ευτυχώς, κατάλαβα γρήγορα πως ούτε η επιβράβευση είναι σωστή και το ότι δεν είναι τιμωρία δεν την μετατρέπει αυτομάτως σε κάτι θετικό. Λέγοντας σε ένα παιδί “μπορείς να φας σοκολάτα αφού πρώτα καθαρίσεις το δωμάτιό σου”, δεν λες τίποτα διαφορετικό απ’ το “αν δεν καθαρίσεις το δωμάτιό σου, δεν θα φας σοκολάτα”. Το κάνεις πλαγίως, αλλά στέλνεις στο παιδί το ίδιο μήνυμα: “κάνε αυτό που σου λέω για να πάρεις αυτό που θες”. Το χειρότερο όμως είναι πως το μοντέλο αυτό χαρακτηρίζει σταδιακά τη σχέση μας με το παιδί, το οποίο ζητά όλο και μεγαλύτερες ανταμοιβές για να κάνει αυτό που του ζητάμε.
Αφού το έψαξα πολύ και αφού πάλεψα με τον εαυτό μου για να αλλάξω τρόπο προσέγγισης, εφάρμοσα – και συνεχίζω να εφαρμόζω – έναν πιο διαδραστικό τρόπο να διδάσκω στα παιδιά μου ποιο είναι το σωστό σε κάθε περίπτωση.
Σε γενικές γραμμές, αντί να λέω στα παιδιά μου τι να κάνουν τη στιγμή που θέλω να το κάνουν, τους δείχνω εγώ τι να κάνουν και, αναλόγως την ηλικία, τους εξηγώ πότε και γιατί πρέπει να το κάνουν. Στη συνέχεια, τους δίνω την ευκαιρία να εξασκηθούν σ’ αυτό και τους εξηγώ τι έχουν κάνει λάθος και γιατί. Ακούγεται περίπλοκο, αλλά δεν είναι καθόλου και, συνήθως, αρκούν λίγα λεπτά για να περάσεις το μήνυμα που θες. Αρκεί να ξέρεις κι εσύ τι ακριβώς ζητάς και γιατί, και να έχεις τη στοιχειώδη υπομονή – λειτουργείς ως δάσκαλος περισσότερο, παρά ως γονιός.
Για παράδειγμα, η μικρή μου είχε την τάση να περνάει τον δρόμο χωρίς να ελέγχει. Αντί να την τρομάξω περιγράφοντάς της τον κίνδυνο να τη χτυπήσει αυτοκίνητο, της έμαθα να σταματάει όποτε λέω “στοπ” και το έκανα κάθε φορά που πλησίαζε την άκρη του δρόμου. Μόλις μεγάλωσε λίγο, της εξήγησα για ποιο λόγο σταματάμε κι έτσι μια κίνηση που είχε μάθει μηχανικά στην αρχή συνδέθηκε με μία έννοια που της ήταν πλεόν οικεία, την ασφάλεια.
Παρ’ ότι στην πράξη δεν είναι πάντα τόσο εύκολο, κατάφερα σταδιακά τα παιδιά μου να κάνουν αυτό που θεωρώ σωστό για ‘κείνα χωρίς να νιώθουν πως ακολουθούν τυφλά κάποιους αυθαίρετους κανόνες που αργότερα θα τους είναι άχρηστοι.
Όσο δελεαστικό και αν είναι συχνά να απειλήσεις το παιδί με τιμωρία ή να του υποσχεθείς μια ελκυστική ανταμοιβή, αυτά που κερδίζεις όταν διδάσκεις αντί να επιβάλλεις είναι πολύ περισσότερα. Και εκτός απ’ το βραχυπρόθεσμο, έχουν και μακροπρόθεσμο όφελος, αφού αντί να συμμορφώνουν το παιδί με τη θέλησή του γονιού, διαμορφώνουν ουσιαστικά και με θετικό τρόπο τον χαρακτήρα του.»