«Έχουν περάσει δύο μήνες από τότε που έχασα την μητέρα μου από καρκίνο. Το ρήμα ''χάνω'', βέβαια, δεν μου φαίνεται σωστό διότι σου αφήνει μια γεύση ελπίδας - ότι ίσως αυτό που έχασες, το βρεις ξανά. Στον θάνατο, ωστόσο, αυτό δεν ισχύει. Η μόνη γεύση που αφήνει είναι πικρή και δύσκολα φεύγει.
Το να χάνεις την μητέρα σου σημαίνει ότι ακόμα και η πιο μικρή, καθημερινή υποχρέωση μετατρέπεται σε αγγαρεία. Από τη μία θέλεις να ουρλιάξεις και από την άλλη θέλεις να κουρνιάσεις στο κρεβάτι σου και να πέσεις σ’ έναν βαθύ ύπνο.
Υπάρχουν ένα εκατομμύριο πράγματα που αλλάζουν και παίρνουν νέο νόημα στη ζωή σου. Υπάρχουν πολλές λέξεις που πλέον σε εκνευρίζουν. Και δυστυχώς υπάρχουν και εξίσου πολλά και αγαπημένα πρόσωπα που δεν μπορούν να σε παρηγορήσουν. Ξέρω ότι ο χρόνος βοηθάει. Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχομαι αντιμέτωπη με την απώλεια. Είναι η πρώτη φορά όμως που ο πόνος είναι αβάσταχτος.
Κλαίω πολύ και σε άσχετες στιγμές.
Κλαίω επίσης και όταν βλέπω μαμάδες να ψωνίζουν με τις κόρες και τα εγγόνια τους στο σουπερμάρκετ. Κάτι μέσα μου με καίει και με πονάει. Και μετά, το απόλυτο τίποτα…
Όταν βλέπω τον πατέρα μου συντετριμμένο, να προσπαθεί για χάρη των παιδιών του, να θρηνεί με αξιοπρέπεια και διακριτικότητα θέλω να φωνάξω. Νιώθω την ανάγκη να είμαι δυνατή και για εκείνον, αλλά δεν μπορώ. Θέλω την μαμά μου πίσω.
Εκνευρίζομαι, λοιπόν, αφάνταστα όταν ακούω φράσεις του στιλ ''τουλάχιστον δεν ταλαιπωρείται πια'' ή ''όλοι μας κάποια στιγμή θα φύγουμε''. Δεν με παρηγορούν στο ελάχιστο. Στην αρχή είναι όλοι συμπονετικοί και προσπαθούν να σταθούν δίπλα σου, μετά την κηδεία όμως ξεχνούν τον πόνο σου και περιμένουν ή έχουν την απαίτηση ότι θα επανέλθεις.
Λυπάμαι, αλλά ο θρήνος δεν έχει χρονικό περιθώριο. Προσπαθώ, και εκεί που πιστεύω ότι τα καταφέρνω, νιώθω μια σουβλιά στην καρδιά - μια υπενθύμιση ότι δεν θα την αγκαλιάσω ξανά.
Τα λόγια του παιδιού μου κάποιες φορές με πληγώνουν αφάνταστα. Ο γιος μου είναι τεσσάρων και όπως είναι φυσιολογικό δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει να πεθαίνει κάποιος. Φυσικά έχουμε φτιάξει μια ιστορία ότι η γιαγιά του βρίσκεται στον ουρανό, χαρούμενη και μας προσέχει όλους. Και ως επί το πλείστον αυτή η μέθοδος λειτουργεί. Υπάρχουν όμως μέρες που θα μου πει: ''Δηλαδή τώρα μαμά, δεν έχεις μαμά;'' και θα με ρίξει στα τάρταρα. Δεν καταλαβαίνει πόσο πονάω και ούτε του το δείχνω, αλλά μέσα μου πεθαίνω.
Ξεθάβω τα φωτογραφικά άλμπουμ με τις οικογενειακές φωτογραφίες για να την δω. Μυρίζω τα ρούχα της και προσπαθώ να βρω την μαμαδίστικη μυρωδιά της. Ψάχνω να βρω να κρατηθώ από κάπου. Ο χρόνος όμως θα απαλύνει τον πόνο.
Θα ήθελα να δώσω μια συμβουλή σε όλες και όλους: πείτε στην μαμά σας ότι την αγαπάτε. Ζητήστε την συμβουλή της. Και μην θεωρείτε αυτές τις στιγμές δεδομένες.»