«Τα πρωινά στο σπίτι μας ήταν γεμάτα φωνές, γέλια και τραγούδια. Εκτός από εκείνο που σε χάσαμε, τότε όλα βυθίστηκαν στη σιωπή. ''Έφυγες'' τόσο άξαφνα και αθόρυβα που άργησα πολύ να συνειδητοποιήσω ότι δεν θα σε ξαναδώ.
Θυμάμαι θολά τις πρώτες εκείνες μέρες. Μαζί με τα αδέρφια μου λειτουργούσαμε μηχανικά, παγωμένα - κανείς δεν ήξερε τι να πει. Ο μπαμπάς καθόταν σε μια γωνιά στον καναπέ, αμίλητος και θλιμμένος. Νομίζω ότι ήταν ο μοναδικός που είχε επίγνωση της απώλειάς σου.
Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε, αλλά ακόμα και τώρα μου είναι αδύνατον να πιστέψω ότι δεν θα μιλήσουμε ξανά. Νιώθω ότι λείπεις σ' ένα ταξίδι και ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψεις και θα με κλείσεις στην αγκαλιά σου.
Όταν σε χάσαμε η εγγονή σου ήταν ακόμη μωρό, προστατευμένη από τον πόνο που φέρνει το πένθος. Μεγαλώνοντας άρχισε να με ρωτάει για σένα - για τον χαρακτήρα σου, για το τι κάναμε μαζί και για το αν ήσουν ''φωνακλού'' όπως εγώ.
Μπορεί και να ήσουν. Ή μάλλον σίγουρα ήσουν, αλλά αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να σκεφτώ ούτε ένα αρνητικό σου. Για μένα ήσουν ο πιο δοτικός και καλός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ. Χάριζες σε όλους το χαμόγελο, τον χρόνο και την προσοχή σου.
Αλλά το σημαντικότερο για μένα είναι ότι ήσουν δίπλα μου. Ακόμη και όταν ήμουν στην εφηβεία και δεν σε ήθελα, εσύ ήσουν εκεί- να με αποδεχτείς, να με ακούσεις και να μου διδάξεις όλα όσα είμαι σήμερα. Ήσουν το καταφύγιό μου, όταν ένιωθα ότι κανείς δεν με καταλάβαινε. Η στάση σου απέναντι στην οικογένεια, τη δουλειά και γενικότερα τη ζωή μου δίδαξε τόσα πολλά.
Όταν μιλάω στην κόρη μου για σένα μου λείπεις ακόμα περισσότερο. Θα ήθελα να μπορείς να δεις τι είδους μαμά έχω γίνει. Να με συμβουλεύσεις και όταν νιώθω ότι αποτυγχάνω να μου πεις αυτό που έλεγες πάντα: ''Δεν έγινε και τίποτα! Όλα θα πάνε καλά!''. Να σε πάρω τηλέφωνο όταν νιώθω μόνη ή ''λίγη''.
Μαμά δεν είσαι πια στη ζωή μου και έχεις αφήσει μέσα μου ένα τεράστιο κενό που δεν μπορώ με τίποτα να γεμίσω. Παρόλα αυτά ο θάνατός σου με άλλαξε πολύ για το πώς βλέπω τον κόσμο και με έναν παράξενο τρόπο με κάνει να είμαι καλύτερος γονιός. Έχω πλέον οξεία συνείδηση της σημασίας που έχουν οι αναμνήσεις για την κόρη μου και της επίδρασης που θα έχω στη ζωή της, όσο είμαι ζωντανή.
Της αξίζει να ξέρει πόσο πολύ την αγαπάω και όταν θα φύγω με τη σειρά μου, όλα αυτά που της μαθαίνω, θα είναι η διαθήκη μου. Όπως ακριβώς άφησες και εσύ την δική σου σε μένα.»