«Ήμουν μόνη στο σπίτι με τα παιδιά και περίμενα τον σύζυγό μου να γυρίσει από την δουλειά για να φάμε όλοι μαζί. Τα παιδιά είχαν ήδη αρχίσει να παραπονιούνται ότι πεινάνε, ιδιαίτερα ο μικρός μου γιος. Του είπα να κάνει υπομονή και του έκοψα ένα μήλο σε μικρά κομματάκια για να ξεγελάσω την πείνα του. Η κόρη μου έπαιζε με τις κούκλες της όση ώρα έπλενα τα πιάτα, ενώ ο μικρός καθόταν στο τραπέζι και τσιμπολογούσε το μήλο του.
Νόμιζα ότι θα ήταν μια μέρα όπως όλες οι άλλες μέχρι που άκουσα έναν παράξενο θόρυβο. Γύρισα αμέσως προς το μέρος του γιου μου και τον είδα να παλεύει να αναπνεύσει καθώς πνιγόταν. Το προσωπάκι του είχε κοκκινίσει και οι κόρες των ματιών του είχαν διασταλεί.
Αμέσως έτρεξα κοντά του και άρχισα να τον χτυπώ στην πλάτη. Έβλεπα όμως ότι η τροφή είχε κολλήσει στον λαιμό του και δεν τον άφηνε να αναπνεύσει. Τον έβαλα μπρούμυτα στα πόδια μου άρχισα να του δίνω κοφτά χτυπήματα στην πλάτη. Ήξερα ότι το να βάλω το δάχτυλό μου στο στόμα του ήταν λάθος κίνηση, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος να σπρώξω κατά λάθος πιο μέσα την τροφή και να φρακάρει τελείως ο αεραγωγός του.