Σε όλους έχει συμβεί να γίνουμε μάρτυρες παρόμοιων σκηνών. Όσοι δεν έχουν παιδιά σκέφτονται συνήθως πόσο κακομαθημένο μπορεί να είναι ένα παιδί και πως το δικό τους ποτέ δεν θα γίνει έτσι. Όσοι έχουν παιδιά αναρωτιούνται πού έχουν κάνει λάθος –και οι ίδιοι σαν γονείς, αλλά και η οικογένεια απέναντι. Οι περισσότεροι ξένοι τουρίστες, από την άλλη, σοκάρονται, τόσο με την συμπεριφορά των παιδιών όσο και με την αντίδραση των γονιών. Τι συμβαίνει τελικά; Είναι φυσιολογικό τα παιδιά να είναι τόσο ανυπάκουα, εγωκεντρικά και απαιτητικά; Υπάρχει τρόπος να μην είναι; Γιατί τα παιδάκια των ξένων δείχνουν τόσο ήσυχα και συνεργάσιμα; Υπάρχει τρόπος τα πρώτα χρόνια ενός παιδιού να είναι ήρεμα, χαρούμενα, χωρίς κλάματα και γκρίνιες –όπως αυτά που βλέπουμε στις διαφημίσεις;
Κάποιοι ονομάζουν την συμπεριφορά αυτή των παιδιών «χειριστική». Κάποιοι άλλοι μιλούν για «temper tantrum» και παιδικές κρίσεις. Όλοι πάντως συμφωνούν πως το πρόβλημα δεν ξεκινά από τα παιδιά, αλλά από τους γονείς, οι οποίοι κάπου φταίνε. Αλλά πού και πώς μπορούν να διορθώσουν το πρόβλημα; –αν, βέβαια, θεωρούν αυτή τη συμπεριφορά προβληματική και δεν αντιδρούν με το γνωστό «τι να κάνουμε; Παιδιά είναι!».
Επικοινωνήσαμε με δύο διδάκτορες ψυχολόγους-ψυχοθεραπεύτες, τον κ. Παύλο Μεταξά και την κ. Λήδα Αναγνωστάκη, και με την βοήθειά τους «πιάσαμε» το πρόβλημα από την αρχή και καταλήξαμε σε ορισμένες «λύσεις» και συμβουλές προς «πελαγωμένους» γονείς.
Η ανάγκη για τη μαμά
Σύμφωνα με τους ειδικούς το «πρόβλημα» ξεκινά ήδη από την βρεφική ηλικία –συγκεκριμένα από την ηλικία 0. Το βρέφος έχει ανάγκη την μητέρα του, την παρουσία της, την φωνή της, την μυρωδιά της και όταν την στερείται αναπτύσσει αισθήματα ανασφάλειας, τα οποία εκφράζει -πώς αλλιώς;- με το κλάμα. «Σε μία ιδανική κοινωνία», λέει ο κ. Μεταξάς, «η μητέρα θα έπρεπε αφού γεννήσει να παραμένει στο σπίτι με το παιδί τουλάχιστον για δέκα μήνες. Για να είναι πάντα εκεί, σε κάθε του ανάγκη, μέχρι το παιδί να αρχίσει σιγά-σιγά να γίνεται κάπως πιο αυτόνομο, να μπορεί δηλαδή να παίξει με κάποια παιχνίδια». Αυτό γιατί το μωρό μέχρι δέκα μηνών αισθάνεται τη μητέρα μέρος του εαυτού του και όταν την αποχωρίζεται για πολλές ώρες βιώνει έντονα το αίσθημα της απώλειας.
Μεγαλύτερη αυτονομία έρχεται μετά τα δυόμιση χρόνια, ενώ στα 3,5 πλέον το παιδί μπορεί να μείνει αρκετές ώρες μακριά από την μητέρα χωρίς να νιώθει ανασφάλεια.
Δεδομένων των συνθηκών, ωστόσο, οι σημερινές εργαζόμενες μητέρες αναγκάζονται να επιστρέψουν πολύ νωρίς στις δουλειές τους, αφού γεννήσουν, με αποτέλεσμα το βρέφος όχι μόνο να νιώθει ανασφάλεια τις ώρες που η μαμά λείπει, αλλά και να αντιλαμβάνεται, να «διαβάζει» στην συμπεριφορά της -άγνωστο το πώς- τις τύψεις που εκείνη νιώθει για την απουσία της όταν τελικά επιστρέψει από την δουλειά. Ακόμα και κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του, λοιπόν, το μωρό «εκμεταλλεύεται» τις τύψεις αυτές με το να απαιτεί από τη μαμά να περνά όλον τον ελεύθερο χρόνο της μαζί του. Οι περισσότερες μαμάδες υποκύπτουν στην πολύ λογική αυτή ανάγκη του μωρού, σε σημείο που σχεδόν πάντα παραμελούν όχι μόνο τους συντρόφους τους αλλά και τις δικές τους ανάγκες, ενώ τους είναι αδύνατον να απομακρυνθούν από το μωρό, αφήνοντάς το π.χ. να κλαίει ή να γκρινιάζει, ακόμα και στις πιο προσωπικές στιγμές, όταν για παράδειγμα θέλουν να κάνουν μπάνιο, να φάνε, να ξεκουραστούν.
Είναι και αυτή μία από τις στιγμές που δημιουργούν στους γονείς ερωτήματα όπως «πώς μπορώ να έχω λίγο ελεύθερο χρόνο για εμένα και τον σύντροφό μου;». Οι απαντήσεις από τους ειδικούς διχάζονται. Mία άποψη είναι ότι ένα μωρό «γεμάτο», που δε νιώθει ανασφάλεια όταν για λίγη ώρα δεν βλέπει τη μαμά του, δεν έχει λόγο να αντιδρά υπερβολικά –π.χ. με κλάματα και φωνές. Αν το κάνει σημαίνει πως έχει ανάγκη από την αγκαλιά της μαμάς και εκείνη πρέπει να είναι εκεί για να του την προσφέρει. Η άλλη άποψη, όμως, λέει, πως ακόμα κι αν το παιδί έχει ανάγκη από προσοχή εκείνη την ώρα, ο γονιός οφείλει να αφιερώσει λίγο χρόνο στον εαυτό του και αυτό είναι κάτι στο οποίο το μωρό πρέπει να συνηθίζει.
Πότε ξεκινάει το «όχι»;
Κάπου εκεί ξεκινά το πρώτο «όχι» απέναντι στο μωρό, με την έννοια ότι οι γονείς εκ των πραγμάτων δεν γίνεται να το έχουν συνέχεια αγκαλιά και αυτό είναι κάτι που το μωρό πρέπει να αρχίσει να αντιλαμβάνεται –αρκεί, όταν το έχουν αγκαλιά να του αφιερώνουν πραγματικά ποιοτικό χρόνο.
Μεγαλώνοντας το βρέφος αρχίζει σιγά-σιγά να αποκόπτεται από την μαμά, να περπατά, να αγγίζει πράγματα, να συμμετέχει στις κοινωνικές συναναστροφές.Τότε αρχίζουν και οι κίνδυνοι, με την έννοια ότι το νήπιο πλέον μπορεί να χτυπήσει, να βάλει το δάχτυλο στην πρίζα, να κοπεί με ένα ψαλίδι. Και είναι τότε που ανακαλύπτει για πρώτη φορά το «όχι», όχι μόνο από την πλευρά του γονιού, αλλά και από την δική του μεριά, αφού αρχίζει για πρώτη φορά να αρνείται να κάνει πράγματα που ζητά ο γονιός. Είναι, επίσης, τότε που οι γονείς οφείλουν να βάλουν όρια στη συμπεριφορά του παιδιού. «Τα όρια είναι ασφάλεια», λέει η κ. Αναγνωστάκη. Το να ξέρουν τα παιδιά σε ποιο σημείο μπορούν να φτάσουν τα κάνει να νιώθουν ασφαλή και αυτό είναι ένα αίσθημα που θα τα ακολουθεί για πάντα.
Πώς λέμε «όχι» στα παιδιά;
Η πραγματικά δύσκολη ηλικία στο να ακούσει και συνεργαστεί ένα παιδί με τις επιθυμίες των γονιών είναι γύρω στα δύο χρόνια, σε αυτά που οι Αγγλοσάξωνες αποκαλούν αστειευόμενοι «terrible two». Είναι η ηλικία που το παιδί αρχίζει να αυτονομείται ουσιαστικά από τους γονείς, μαθαίνει σιγά-σιγά να συγκρατεί τις φυσικές του ανάγκες, σταματά σταδιακά να φορά πάνες, ελέγχει δηλαδή καλά πλέον το σώμα του, πράγμα που από μόνο του αποτελεί μεγάλη αλλαγή στην ψυχοσύνθεσή του. Βλέπει ότι αυτός ο έλεγχος ευχαριστεί τους γονείς και αυτό μπορεί να το χρησιμοποιήσει ακόμα και με τρόπο πεισματικό, για να κάνει ή να μην κάνει κάτι σε διάφορες περιστάσεις.
«Οι γονείς πρέπει να έχουν δώσει από νωρίς το μήνυμα στο παιδί για όσα δεν πρέπει να κάνει», λέει η κ. Αναγνωστάκη. Από την άλλη τονίζει τη σημασία του να καταλάβουν οι γονείς ότι το παιδί έχει δικαίωμα να πει «όχι» σε ορισμένες καταστάσεις, να φορέσει π.χ. μία μπλούζα αντί μιας άλλης, και ότι η άρνησή του αυτή θα πρέπει να γίνεται αποδεκτή. Επίσης, η ειδικός υπογραμμίζει την σημασία του να δίνει κανείς εναλλακτικές στο παιδί όταν του λέει «όχι». Για παράδειγμα "δε μπορείς να φας άλλα μπισκότα σήμερα, αλλά μπορείς να φας φρούτα". Τέλος, πρέπει πάντα να εξηγούμε γιατί λέμε «όχι» στα παιδιά μας, αν θέλουμε να «πιάσει τόπο» η άρνησή μας και να μην επαναλάβουν τη συγκεκριμένη συμπεριφορά και στο μέλλον.
Κρίσεις οργής
Δεν είναι λίγες, όμως, οι περιπτώσεις, όπως αυτή που περιγράφεται και στην αρχή, που τα παιδιά ξεσπούν έντονα, πιθανώς και βίαια, όταν «δεν γίνεται το δικό τους». Συχνά φτάνουν να χτυπήσουν τους γονείς, τα αδέρφια τους, ακόμα και τον ίδιο τους τον εαυτό. «Το χτύπημα προς τους γονείς εμφανίζεται μόνο σε παιδιά που είτε έχουν δει ότι υπάρχει βία μέσα στο σπίτι είτε έχει προηγηθεί ένας βαθμός βίαιης συμπεριφοράς του γονιού προς το παιδί –χωρίς να σημαίνει απαραίτητα ότι το έχουν χτυπήσει», λέει ο κ. Μεταξάς. Σύμφωνα με τον ίδιο μία τέτοια συμπεριφορά αποδεικνύει ότι το πρόβλημα σε αυτές τις περιπτώσεις το έχουν οι γονείς, και όχι τα παιδιά. Συμβαίνει γιατί οι περισσότεροι γονείς είναι αρχικά πολύ ελαστικοί με τα παιδιά τους και όταν πλέον η συμπεριφορά των παιδιών τους κουράζει γίνονται αμέσως πολύ απότομοι και αυστηροί –εξοργίζονται, φωνάζουν, τα χτυπούν. Και συμβουλεύει να αναζητήσουν βοήθεια από ειδικούς πριν αναπτύξουν τα παιδιά ακόμα πιο βίαιες συμπεριφορές.
Η καλύτερη άμεση αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών είναι να αφήσει ο γονιός το παιδί ήσυχο την δεδομένη στιγμή, λέει η κ. Αναγνωστάκη, και να του μιλήσει όταν πλέον θα έχει ηρεμήσει. Να του εξηγήσει για ποιον λόγο η συμπεριφορά του είναι λάθος, να κατανοήσει γιατί το παιδί έχει αυτή τη στάση (πώς νιώθει και γιατί) και είτε να βρει εναλλακτικές για να το κάνει να νιώσει καλύτερα είτε να του εξηγήσει γιατί δεν υπάρχουν εναλλακτικές.
Τι συμβουλεύουν οι ψυχολόγοι τους νέους γονείς
- Να δίνουν στα παιδιά την προσοχή που χρειάζονται, όταν την χρειάζονται.
- Να αρχίσουν να θέτουν όρια στην ηλικία των δύο ετών, προκειμένου να τους διδάξουν πώς να είναι ασφαλή. Ταυτόχρονα, όμως, να τους δίνουν εναλλακτικές στα «όχι» τους και να αφήνουν τα παιδιά να πάρουν πρωτοβουλίες.
- Να έχουν μία συγκεκριμένη, σαφή στάση στους κανόνες και τα όρια που θέτουν, π.χ. να μην τα αναιρούν με την πρώτη ευκαιρία, για να είναι πειστικοί και να μη δημιουργήσουν σύγχυση και περαιτέρω ανασφάλεια στο παιδί.
- Να ακολουθούν και οι δύο γονείς μία κοινή πορεία διαπαιδαγώγησης, να μην είναι ο ένας αυστηρός και ο άλλος να κάνει όλα τα χατίρια, γιατί το παιδί θα εκμεταλλευτεί την κατάσταση αυτή προς το συμφέρον του. Δεν θα πρέπει, λοιπόν, κάποιος γονιός να τροφοδοτεί αυτή την εκμετάλλευση.
- Ο κ. Μεταξάς συμβουλεύει τους νέους γονείς να διαβάζουν βιβλία διαπαιδαγώγησης, τα οποία μπορούν να τους κατευθύνουν στο πώς να συμπεριφέρονται στο παιδί τους τα πρώτα χρόνια.
- Να απευθύνονται στα παιδιά σα να είναι ενήλικες. Να τους μιλούν ήρεμα και ευγενικά. Να μην φωνάζουν, να είναι σίγουροι γι’αυτά που τους λένε, να είναι ψύχραιμοι και να μη δραματοποιούν καταστάσεις –πρόκειται για χαρακτηριστικά που παρατηρούνται στους περισσότερους γονείς της βορειοδυτικής Ευρώπης.
- Ένα παιδί που μεγαλώνει σε ήρεμο και επικοινωνιακό περιβάλλον θα περάσει πιο «αναίμακτα» την δύσκολη περίοδο των δύο δυόμιση ετών –το ίδιο και οι γονείς.
Πηγή: In2life.gr