«Δεν έχει πολύ καιρό που, με τον άντρα μου, νιώσαμε στο πετσί μας πόσο ζόρικα μπορεί να γίνουν τα πράγματα μέσα σ’ έναν γάμο όταν οι σύζυγοι δεν είναι έτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουν τα απρόοπτα και τις δυσκολίες της ζωής.
Ήταν μια περίοδος που, μετά από πολύ πίεση και τριβές, είχαμε ηρεμήσει, περνούσαμε καλά μαζί και προσπαθούσαμε να ξαναβρούμε τον δρόμο μας.
Μέχρι που παρατήρησα ότι έχω καθυστέρηση και μας έζωσαν τα φίδια. Εμένα δηλαδή, γιατί εκείνος ταξιδεύει συχνά με τη δουλειά του και δεν έχει πλήρη εικόνα του τι σημαίνει να μεγαλώνεις δύο αγόρια με ένα χρόνο διαφορά το ένα απ’ το άλλο. Εγώ, όμως, ξέρω πόσο δύσκολο μπορεί να γίνει και πόσο εξαντλημένη νιώθεις πριν τελειώσει καν η μέρα – κάποιες φορές, απ’ το μεσημέρι κιόλας.
Πέρα από αυτό, όμως, είναι και η δική μας σχέση που διακυβεύονταν και μαζί της η οικογένειά μας.
Πριν από τα παιδιά, μπορεί να περνούσαμε καλά κατά διαστήματα, αλλά είχαμε και πολλά προβλήματα μεταξύ μας. Ο διαδοχικός ερχομός των παιδιών, μετέθεσε την επίλυσή τους για αργότερα κι έτσι έμειναν να λιμνάζουν. Και πάνω που είχαμε αρχίσει να δουλεύουμε πάνω στη σχέση μας, ξεκινώντας απ’ την αναζήτηση της “χαμένης φλόγας”, φοβήθηκα ότι ήμουν έγκυος και πάλι.
Όχι ότι δεν θέλω κι άλλο παιδί, απλώς όχι τώρα. Όχι ενώ προσπαθούμε να λύσουμε προβλήματα που δεν λύθηκαν ούτε με τα άλλα δύο παιδιά, ούτε φυσικά με τον γάμο μας.
Κοιτάζοντας πίσω, θλίβομαι πολύ γιατί ένας λόγος που παντρευτήκαμε ήταν κι αυτός. Μέναμε μαζί από καιρό και τα πράγματα δεν έδειχναν καλά. Οι δικοί μας, όμως, μας είχαν φανταστεί ήδη παντρεμένους και επειδή η αγάπη υπήρχε – δεν είναι λίγο, κακά τα ψέμματα – πιστέψαμε ότι έπρεπε να κάνουμε το επόμενο βήμα και ως διά μαγείας τα σύννεφα θα έφευγαν.
Κι έτσι έγινε, αλλά για λίγο. Σύντομα καυγαδίζαμε ασταμάτητα όπως πριν και η σχέση μας έγινε πάλι ανυπόφορη.
Ήμασταν, όμως, χρόνια ζευγάρι και είχαμε ακόμη τις καλές μας φάσεις, σε μία από τις οποίες έμεινα έγκυος. Θυμάμαι ακόμη τον φόβο που με κυρίευσε όταν ένιωσα πως η σχέση μας δεν μπορεί να αποτελέσει στέρεα βάση για οικογένεια. Όταν ένιωσα πως ότι έκανα ήταν μια φαντασίωση του οικογενειακού μου περιβάλλοντος που κλήθηκα να πραγματοποιήσω με προσωπικό μου, όμως, κόστος. Όταν ένιωσα ότι, ίσως, ζούσα ένα ψέμα.
Και είχα δίκιο σε ένα βαθμό. Δεν ήταν το γεγονός ότι θα περνούσα την πρώτη μου εγκυμοσύνη που με τάραζε τόσο. Ούτε ο γάμος είχε καταφέρει να διώξει τις ανασφάλειες μου, τελικά. Ούτε, φυσικά, το ότι κάναμε παιδιά. Και στο μεταξύ, η συμπεριφορά του άντρα μου παρέμεινε ίδια και απαράλλαχτη.
Έτσι, εγώ συνέχισα να ζηλεύω κι εκείνος συνέχισε να τροφοδοτεί τους φόβους μου σε κάθε ευκαιρία, είτε με την αδιαφορία είτε με την μυστικοπάθειά του για τη ζωή του εκτός σπιτιού.
Πριν παντρευτούμε, όταν το πήραμε απόφαση και όλοι γύρω μας ήταν χαρούμενοι, είχα – αφελώς – μπει στη διαδικασία να νιώθω πως το “δαχτυλίδι” είναι κάτι μαγικό που σου εξασφαλίζει τη συναισθηματική σταθερότητα, την ασφάλεια και την αποκλειστικότητα που θέλεις από ‘κείνον. Κατά διαστήματα, όταν ήμασταν καλά και το σεξ ήταν απολαυστικό, έλεγα ότι μπορεί και να γίνει αυτό σιγά σιγά.
Πέντε χρόνια και δύο παιδιά αργότερα δεν έχει γίνει ακόμη. Όχι σε αισθητό βαθμό, τουλάχιστον. Γι’ αυτό και το ενδεχόμενο να μείνω έγκυος για τρίτη φορά με φόβισε τόσο. Γιατί από τη μία έχω χάσει την εμπιστοσύνη μου στις έτοιμες λύσεις, όπως ο γάμος, αλλά από την άλλη, δεν έχω εγκαταλείψει την προσπάθεια να αλλάξω τα πράγματα μόνη μου.
Πιστεύω ότι, παρά τα όσα περάσαμε στο μεταξύ, πέντε χρόνια είναι λίγα για να κριθεί ένας γάμος ως αποτυχημένος. Και μάλιστα όταν έχει φέρει στον κόσμο δύο υπέροχα παιδιά – τελικά, δεν ήμουν έγκυος στο τρίτο – που υπεραγαπούν και οι δύο γονείς.
Έμαθα, ομως, από πρώτο χέρι ότι δεν υπάρχουν μαγικά δαχτυλίδια που σου λύνουν κάθε πρόβλημα και σε απαλλάσσουν απ’ την ευθύνη να το αντιμετωπίσεις εσύ.
Και τώρα είμαι ελεύθερη να ελπίζω ότι παλεύοντας με τις δικές μας δυνάμεις, θα καταφέρουμε να κάνουμε τα πράγματα καλύτερα για εμάς και τα παιδιά μας.»