Μάιος 2018, Νέα Σμύρνη
«Ο πατέρας μου επέστρεφε από τα ψώνια του, όταν τον σταμάτησαν στην είσοδο της πολυκατοικίας του δύο άγνωστοι άντρες. «Είμαστε φίλοι του γιου σου του Ανέστη και φέραμε τα καινούργια λάστιχα αυτοκινήτου που μας παρήγγειλε». Ο πατέρας μου, σίγουρος ότι του λένε την αλήθεια αφού ανέφεραν το όνομά μου, τους ανέβασε στο σπίτι με μεγάλη ευκολία. Μάλιστα, για να τους ευχαριστήσει που μπήκαν στον κόπο να εξυπηρετήσουν τον γιο του, προσφέρθηκε να τους κρατήσει για φαγητό. Τον ενημέρωσαν πως το κόστος των λάστιχων ήταν €350 κι εκείνος προθυμοποιήθηκε να τους τα δώσει. Ευτυχώς, η ιστορία είχε αίσιο τέλος αφού λίγο πριν δώσει τα χρήματα στους δύο απατεώνες, του τηλεφώνησα για να του πω μια καλημέρα. «Είναι εδώ οι φίλοι σου με τα λάστιχα του αυτοκινήτου» με ενημέρωσε περιχαρής. Στην αρχή αιφνιδιάστηκα. Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως έχασε το μυαλό του… γρήγορα, όμως, κατάλαβα τι συνέβαινε και του είπα πως επρόκειτο για κοινούς απατεώνες. Ο πατέρας μου τους έδιωξε με φωνές που ξεσήκωσαν ολόκληρη την πολυκατοικία, με αποτέλεσμα οι δύο ληστές να φύγουν τρέχοντας χωρίς να πάρουν χρήματα ή να του κάνουν κακό. Το πιο εξοργιστικό, όμως, είναι πως ο ηλικιωμένος πατέρας μου, πάντα καλοσυνάτος και αγνός, δεν σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή πως δεν υπήρχε περίπτωση να του ζητήσω να πληρώσει κάτι δικό μου (έχω αυτονομηθεί οικονομικά από τα 20), αλλά και πως κυκλοφορώ με μηχανή και όχι με αυτοκίνητο».
Φεβρουάριος 2019, Νίκαια
«Η ώρα ήταν λίγο μετά τις έντεκα όταν χτύπησε το κουδούνι. Εγώ και ο άντρας μου, συνταξιούχοι και οι δύο, μένουμε στην Νίκαια – στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας. Ρώτησα από το θυροτηλέφωνο ποιος είναι και ένας σοβαρός κύριος από την ΔΕΗ με ενημέρωσε για μία διαρροή που προέρχεται από το διαμέρισμα μας – “μάλλον από το ψυγείο” μου είπαν. Άνοιξα την πόρτα και τους έβαλα στο σπίτι μου χωρίς να υποψιαστώ κάτι. Ήταν τρεις άντρες, νέοι και ψηλοί. Τους οδηγήσαμε μέχρι την κουζίνα για να τους δείξουμε το ψυγείο μας. Δυστυχώς, δεν ήταν υπάλληλοι της ΔΕΗ αλλά ληστές. Έδεσαν τον σύζυγό μου σε μία καρέκλα, κι εμένα με χτύπησαν δυνατά στα πόδια. Μας διέταξαν να καθίσουμε ήσυχοι μέχρι να φύγουν. Πήραν τις συντάξεις μας, τις οικονομίες μας και κάτι άλλα ψιλοπράγματα μικρής αξίας. Δεν με πείραξε τόσο για τα χρήματα, θα μας βοηθήσουν τα παιδιά μας, όσο για το ότι μας έκαναν να νιώσουμε ανάξιοι και αδύναμοι. Παραβίασαν τον χώρο και την αξιοπρέπειά μας. Εάν μας παρακαλούσαν να τους βοηθήσουμε επειδή έχουν ανάγκη, θα το κάναμε έτσι κι αλλιώς… Δεν χρειαζόταν όλο αυτό!».
Απρίλιος 2019, Μαρούσι
«Η μητέρα μου είναι 72 ετών και ζει με τον πατέρα μου σε μία παλιά μονοκατοικία στο Μαρούσι. Είναι δραστήρια και κοινωνικά ενεργή παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει. Από όταν ήμουν μικρό κορίτσι την θυμάμαι να μιλάει με όλον τον κόσμο, να βοηθάει όποιον έχει ανάγκη και να είναι ιδιαίτερα αγαπητή στην γειτονιά. Πριν λίγους μήνες, όμως, η καλοσύνη και η αθωότητά της παραλίγο να της στοιχίσουν τη ζωή. Ενώ ξεκλείδωνε την εξώπορτα του σπιτιού επιστρέφοντας από την τράπεζα, είδε δυο άντρες να κατεβαίνουν από ένα φορτηγάκι κρατώντας ένα καφάσι με ντομάτες. Την πλησίασαν και της είπαν ότι είναι από τον δήμο Αμαρουσίου, ο οποίος , από δω και στο εξής, θα προσφέρει στους κατοίκους της φρούτα και λαχανικά για όλα τα νοικοκυριά. Η μητέρα μου ενθουσιάστηκε από την ενέργεια του δημάρχου και, όχι μόνο έβαλε τους δύο ξένους στο σπίτι της, αλλά τους κέρασε καφέ και κέικ για να τους ευχαριστήσει. Οι άγνωστοι, αφού ήπιαν τον καφέ τους και συζήτησαν λίγο με την μητέρα και τον συνταξιούχο πατέρα μου, τους παρακάλεσαν να πάνε μέχρι την κουζίνα να δουν εάν οι ντομάτες είναι καλές. Εκείνοι υπάκουσαν. Τότε, οι θρασύτατοι νέοι τους κλείδωσαν και έκαναν το σπίτι άνω κάτω. Η μητέρα μου, από το φόβο αλλά και την αγανάκτησή της, έπαθε εγκεφαλικό – ευτυχώς ελαφρύ. Σύντομα ο πατέρας μου κατάφερε να ανοίξει την πόρτα της κουζίνας και να καλέσει το ΕΚΑΒ. Οι ληστές, όμως, είχαν ήδη κάνει φτερά μαζί με τις πενιχρές οικονομίες και τα λιγοστά χρυσαφικά που μπόρεσαν να βρουν».