Τα καλά νέα είναι ότι σύμφωνα με τους ειδικούς, η συμπεριφορά αυτή είναι φυσιολογική. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να κάνουμε απολύτως τίποτα. Η σωστή διαχείριση είναι το κλειδί της εξέλιξης ή της μη εξέλιξης αυτής της συμπεριφοράς.
«Σχεδόν κάθε παιδί θ’ αρχίσει να χτυπάει κάποια στιγμή. Είναι μια υγιής, φυσιολογική κι αναμενόμενη συμπεριφορά» λέει η παιδοψυχολόγος Dr. Vasenna Lapointe, που επιβεβαιώνει ότι, αν και ενοχλητική, αυτή η πρώιμη μορφή επιθετικότητας θεωρείται φυσιολογικό κομμάτι της ανάπτυξης των παιδιών. «Είναι δουλειά ενός μικρού παιδιού -αναπτυξιολογικά- να αντιδρά στα πράγματα που το εκνευρίζουν και δεν μπορεί να αλλάξει. Είναι δουλειά του γονιού να δημιουργήσει ένα περιβάλλον που θα συντελέσει στην πλήρη αυτοέκφραση του παιδιού -την καλή, την κακή και την άσχημη!- ενώ ταυτόχρονα θα θέτει όρια με κατανόηση.»
Φαίνεται ότι το κλειδί είναι τα «συμπονετικά» (συγχωρήστε μας την… εκφραστική παράβαση) θετικά όρια. Το ζήτημα είναι να επικυρώσουμε τα συναισθήματα των παιδιών μας κατανοώντας τη δυσαρέσκειά τους αλλά καθιστώντας παράλληλα σαφές ότι η βία δεν είναι επιτρεπτή σε κανένα πλαίσιο. Η παιδοψυχολόγος επισημαίνει ότι, ενώ δεν υπάρχει μία και μοναδική, δοκιμασμένη συνταγή για να σταματήσετε ακαριαία αυτήν τη συνήθεια, υπάρχουν μέθοδοι που μπορεί να ακολουθήσει ο γονιός ενόψει των πρώτων τέτοιων σημαδιών.
«Ο γονιός πρέπει να ανταποκριθεί άμεσα με τρυφερότητα αλλά σταθερότητα -“Τα χέρια δεν είναι για να χτυπάμε!”- κι έπειτα να προχωρήσει στην κατανόηση.», λέει στο Popsugar η Dr. Lapointe. Μόλις ο γονιός αντιδράσει θυμίζοντας ποια είναι η σωστή συμπεριφορά, είναι θεμιτό να συνεχίσει με γνώμονα την ενσυναίσθηση αγκαλιάζοντας τα αρνητικά συναισθήματα του παιδιού. Φράσεις όπως «Ξέρω ότι είσαι θυμωμένος, αλλά…», «Ξέρω ότι περίμενες να σου πω “ναι” αλλά εγώ σου είπα “όχι” κι αυτό σε θύμωσε» κ.λπ. βοηθούν το παιδί, σύμφωνα με την ειδικό, να ρυθμίσει κάπως τις αντιδράσεις του και να διαχειριστεί τις παρορμήσεις του.
«Δεν υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε προκειμένου να προλάβουμε τη συμπεριφορά αυτή στο ξεκίνημά της. Είναι σαν να πιστεύουμε ότι υπάρχει πρόληψη για το παιδικό κλάμα. Απλώς πρέπει να γίνει και θα γίνει. Είναι κομμάτι του τρόπου που επικοινωνούν, του πώς αντιμετωπίζουν τις ανάγκες τους και, εν τέλει, του πώς μεγαλώνουν κι εξελίσσονται.», διευκρινίζει η Dr. Lapointe.
Η ειδικός συνεχίζει διευκρινίζοντας ότι η ηλικία των δύο ετών (ηλικία κατά την οποία κάνουν την εμφάνισή τους αντίστοιχες ενοχλητικές συμπεριφορές όπως τα νευρικά ξεσπάσματα) θεωρείται τόσο δύσκολη, επειδή τότε συμβαίνουν αναπτυξιακά άλματα. Ταυτόχρονα, τα παιδιά έχουν εξαιρετικά περιορισμένη δυνατότητα να διαχειριστούν τις παρορμήσεις τους κι έτσι, αν δεν μπορούν να έχουν αυτό που θέλουν, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να κλάψουν, να χτυπήσουν, να αντιδράσουν.
Όσο τα παιδιά μεγαλώνουν κι ωριμάζουν τόσο η πορεία της σκέψης τους εξελίσσεται και η ικανότητά τους για επεξεργασία και διαχείριση βελτιώνεται. Αν η οικογένεια διαχειριστεί με σταθερότητα, συνέπεια και ενσυναίσθηση τα ξεσπάσματα αυτά (έχοντας πάντα κατά νου ότι ένα δίχρονο που χτυπάει δεν είναι κακομαθημένο ή… θέσει επιθετικό, αλλά απλώς δίχρονο) τότε το παιδί θα «στρογγυλέψει» τις αντιδράσεις του και η ειρήνη θα βασιλέψει ξανά στο μικρό, οικογενειακό βασίλειο.