*Φωτογραφία: i.huffpost.com
«Στο υπόγειό μας, ο πατέρας μου κι εγώ βγάλαμε από την ντουλάπα όλα τα επιτραπέζια που τους έλειπαν τα περισσότερα κομμάτια και τα πετάξαμε. Θυμήθηκα τα βράδια που η μητέρα μου υποτίθεται ότι με έστελνε για ύπνο και αφού έβαζαν τις δύο μικρότερες αδερφές μου στο κρεβάτι για να ξαπλώσουν, μου έκανε νόημα να έρθω πάω πάλι στο σαλόνι. Καθόμαστε και οι δύο οκλαδόν στο πάτωμα, τρώγαμε ποπ κορν και παίζαμε Monopoly- η παραπάνω ώρα που δικαιούμουν μαζί της, μόνο για μεγάλα κορίτσια.
Οι αδερφές μου κι εγώ βοηθούσαμε ώστε να καθαριστεί το σπίτι στο οποίο πέθανε η μητέρα μου δέκα χρόνια πριν, το μέρος στο οποίο θα προσπαθούσαμε για χρόνια να μάθουμε πώς να ζούμε χωρίς εκείνη. Ο πατέρας μου είχε κουραστεί να το συντηρεί και να φτιαρίζει το χιόνι και αποφάσισε να μετακομίσει σε ένα διαμέρισμα στην πόλη.
Από το επόμενο κουτί που έπιασε, έβγαλε μια πλαστική τσάντα πολλών χρήσεων που δεν είχα ξαναδεί.
Την άνοιξε και αποκάλυψε πολλά παλιά αντικείμενα με χάρτινο περιτύλιγμα. Όταν τα σήκωνα, ακουγόταν ένας ανεπαίσθητος ήχος. Φώναξα τις αδερφές μου και μαζί προσπαθήσαμε να ξετυλίξουμε το καθένα από αυτά τα αντικείμενα σαν ήταν αρχαιολογικά ευρήματα, με την ανάσα μας να έχει κοπεί λες και ό,τι ακουμπούσαμε ήταν τόσο εύθραυστο που θα μπορούσε να γίνει χίλια κομμάτια ανάμεσα στα δάχτυλά μας.
*Φωτογραφία: kbc.be
Η μητέρα μας είχε φυλάξει φορέματα με δαντέλα, κάτι μικρά αθλητικά παπούτσια Nike, μία ασημένια κουδουνίστρα σε σχήμα πάπιας, ένα ρουζ με χρυσόσκονη. Κάποια από τα χαρτιά που κάλυπταν αυτά τα αντικείμενα, είχαν τ’ όνομά μας ή έγραφαν πού τα είχαμε φορέσει ή ποιος μας τα είχε δώσει, λεπτομέρειες που πρέπει να θυμόταν εκείνη για χρόνια. Στον πάτο του κουτιού, υπήρχε ένα γράμμα, διπλωμένο στα δύο.
Η μαμά μου ήταν άρρωστη για 14 μήνες προτού βελτιωθεί, αλλά μετά ο καρκίνος επέστρεψε πιο δυνατός. Η υγεία της είχε σκαμπανεβάσματα για εβδομάδες, κατά τις οποίες εκείνη είχε μόνο έναν σκοπό: να μετακομίσουμε από το σπίτι που νοικιάζαμε σε ένα δικό μας σπιτικό. Προλάβαμε να ζήσουμε μόλις 3 μέρες μαζί της στο σπίτι των ονείρων της.
Ήμουν 11, οι αδερφές μου ήταν 5 και 6 και η μαμά μου επέλεξε να μην κάνει μεγάλο θέμα τον αποχωρισμό μας. Όσο τα χρόνια κυλούσαν χωρίς εκείνη, ήλπιζα ότι ένα δικό της γράμμα θα με περίμενε σε κάποια σημαντική στιγμή της ζωής μου: όταν έκλεισα τα 16, όταν αποφοίτησα από το Λύκειο, την ημέρα του γάμου μου. Ο πατέρας μου μάλλον είχε κάτι να κρατηθεί, ίσως τις σκέψεις που μπορεί εκείνη να έκανε το βράδυ από το κρεβάτι της και που θα μοιραζόταν μαζί μας όταν θα είμαστε έτοιμες. Αλλά δεν υπήρχε γράμμα.
Μέχρι που βρέθηκε. Δεν ήταν το γράμμα που φανταζόμουν: ήταν πιο πρακτικό. Ήταν σύντομο, είχε μόνο 3 προτάσεις, με μια αναφορά στο πόσο δύσκολο ήταν να αποχωριστούμε, τα ρούχα που φοράγαμε μικρές και μια υπενθύμιση να τα χωρίσουμε δίκαια- ένας υπαινιγμός σχετικά με τους αδερφικούς μας καβγάδες. Έγραψε μόνο μία συναισθηματική πρόταση στο τέλος: “Να ξέρετε ότι σας αγαπώ όλες και ότι τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό για μένα από τις 3 όμορφες κόρες μου”. Με υπογραφή “Με όλη μου την αγάπη, Μαμά.”
Εκείνο το απόγευμα, η μικρότερή μου αδερφή μου εκμυστηρεύτηκε ότι, όσο κι αν προσπαθούσε, μπορούσε να θυμηθεί μόνο 3 αναμνήσεις από τη ζωή με τη μητέρα μας. Δεν μου τις κατονόμασε, αλλά προσπάθησα να τις γεμίσω τα κενά. Της θύμισα ότι η μαμά μας ζωγράφιζε εικόνες που μετά μπορούσε να χρωματίσει, ενώ ταυτόχρονα βοηθούσε κι εμένα με την ορθογραφία. Της θύμισα εκείνα τα απογεύματα που είχε καλό καιρό και πηγαίναμε βόλτα στο πάρκο και τον ιδιαίτερο τρόπο που γέλαγε όταν έκανε ένα αστείο.
Αργότερα, επέτρεψα στον εαυτό μου να σκεφτεί πόσο άδικο ήταν που η μικρότερη αδερφή μου μοιραζόταν το ίδιο κρεβάτι με τη μητέρα μου από τη μέρα που έφυγε από την κούνια της και σχεδόν μέχρι τη μέρα που η μαμά μας πέθανε, ενώ εκείνη είχε μόνο τρεις αναμνήσεις από τις μέρες που πέρασαν μαζί. Με όλη μου την αγάπη, είχε γράψει η μητέρα μου αλλά το χαρτί δεν ήταν αρκετό για να την χωρέσει.
Ξανατυλίξαμε όλα τα αντικείμενα και αποθηκεύσαμε το κουτί, που ξαναέβγαλα όταν ήμουν έτοιμη να δώσω κάποια από τα αντικείμενα που περιείχε στις δικές μου κόρες, με την μεγαλύτερη να είναι 5 ετών. Κάποια βράδια ξαπλώνω και σκέφτομαι ότι αρκεί μόνο ένα ατύχημα ή μια διάγνωση για να με ξεχάσουν και η ανάγκη να γράψω στα κορίτσια μου ένα γράμμα, επανέρχεται σαν μια ηχηρή υπενθύμιση.
*Φωτογραφία: twoheartsfertilitycare.files.wordpress.com
Αλλά δεν μπορώ. Νιώθω ότι είναι πολύ βαρύ. Ακόμα το θυμάμαι όταν σηκώνω το μωρό μου από την κούνια και το βάζω στο στήθος μου ή όταν κάθομαι στο πάτωμα για να φτιάξω μια σκηνή για τη μεγάλη της αδερφή, στην οποία θα μπούμε μέσα και θα υποδυθούμε ότι είμαστε κατάσκοποι ή μάγισσες.
Στο μεταξύ, χρησιμοποιώ εφαρμογές στο κινητό μου για να χτίσω αυτές τις αναμνήσεις για τις κόρες μου. Τα ξεκαρδιστικά πράγματα που λένε, τις στιγμές που δείχνουν ότι έχουν διορατικότητα και ενσυναίσθηση, τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο και οι δύο γεμίζουν την καρδιά μου. Αντί για ένα γράμμα, ένας ζωντανός δίσκος.
Φαντάζομαι ότι ήταν πολύ ψυχοφθόρο για τη μαμά μου να φαντάζεται ότι ζούμε χωρίς εκείνη. Η σκέψη ότι θα μπορούσε να τα “χωρέσει” όλα σε ένα γράμμα ήταν αστεία. Αδύνατη.
Για να μας ανταμείψει, ξεκαθάρισε τα ρούχα που φοράγαμε όταν ήμαστε μωρά, αναμνήσεις από τις καλύτερες μέρες μαζί μας, που εκείνη ήταν υγιής. Με εκείνα τα αντικείμενα -τα φορεματάκια, την μικρή βούρτσα για τα μαλλιά- μας έστειλε ένα μήνυμα χωρίς λόγια, αποδείξεις ότι εκείνη μας μεγάλωσε.
Μας έκανε δώρα για να θυμόμαστε την αγάπη της, την αγάπη που κάποια μέρα θα δίναμε κι εμείς στα δικά μας παιδιά, με τα δάχτυλά μας να πιέζουν τα υφάσματα των ρούχων όσο τους λέγαμε για την γιαγιά τους, το μοναδικό της γέλιο, τον τρόπο που μας τίμησε γράφοντας τα ονόματά μας πάνω σ’ αυτά τα λεπτά χαρτιά τόσο καθαρά σαν ήταν κανονικές σελίδες.»
Πηγή: nytimes.com