Ήταν μία βόλτα στην πλατεία, όπως κάθε άλλη: Συναντηθήκαμε με τους φίλους μας που έχουν ένα παιδάκι 4 ετών, στην ηλικία της δικιάς μας. Καθίσαμε για καφέ, ακριβώς εκεί που έπαιζαν τα παιδιά –μαζί με πολλά ακόμα παιδάκια. Κάποια στιγμή, και ενώ η κόρη μας έπαιζε με ένα ξένο παιδάκι, ο γιος των φίλων μας πήγε στην τουαλέτα με τον μπαμπά του. Έρχεται τότε η κόρη μας και μας λέει «Πού είναι ο φίλος μου;». «Στην τουαλέτα», της απαντώ. Κάνει μεταβολή κι αρχίζει να τρέχει –θεωρώ ότι πάει να συνεχίσει το παιχνίδι της.
Απομακρύνεται, όμως, για να τον αναζητήσει, πιστεύοντας πως η τουαλέτα είναι στην άλλη άκρη της πλατείας, και τότε σηκώνομαι και την φωνάζω. Δεν σταματάει. Αρχίζω να τρέχω κι εγώ πίσω της (είμαι, ωστόσο, 3 μηνών έγκυος). Ξαφνικά στρίβει και την χάνω από τα μάτια μου. Φωνάζω δυνατά. Τίποτα. Σταματάω στο σημείο που έστριψε και «σκανάρω» τον ορίζοντα. Τίποτα. Αρχίζω να ουρλιάζω. Ο κόσμος γύρω μου σταματά και αρχίζει να με ρωτάει τι συνέβη, πώς είναι το παιδί, τι ρούχα φοράει κ.λπ. Απαντώ με κομμένη την ανάσα και σιγά-σιγά το βλέμμα μου θολώνει και η φωνή μου δεν βγαίνει δυνατή όπως πριν. Στρέφομαι στο τραπέζι που καθόμασταν, κάνω νόημα στην υπόλοιπη παρέα, που ωστόσο έχει σηκωθεί και κοιτάζει: «Έχασα το παιδί!» Είμαι στα όρια της λιποθυμίας, συνεχίζω να φωνάζω, να ψάχνω, δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω.
Κάποια στιγμή -που μου φάνηκε αιώνας- κοιτάζω ξανά προς τον άντρα μου και μου κάνει νόημα ότι την βρήκαν. Είχε κάνει τον γύρο της πλατείας τρέχοντας και έφτασε ξανά στο τραπέζι μας. Έτρεξα με πόδια που έτρεμαν. Περιέργως έτρεξε κι αυτή σε εμένα –παρόλο που δεν είχε καταλάβει προς τι όλη η αναστάτωση. Όταν φτάσαμε κοντά, σωριάστηκα κυριολεκτικά μπροστά της, της αγκάλιασα τα πόδια κι άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Έκλαψε κι εκείνη. «Μη μου το ξανακάνεις ποτέ αυτό!» της είπα, «Μη φύγεις ποτέ ξανά από κοντά μου! Κόντεψα να πεθάνω!». Το κατάλαβε. Δεν ξανάφυγε ποτέ από τότε.
Εφιάλτης στο μετρό…
Κατεβαίνουμε τρέχοντας με τον 3,5 ετών γιο μου τις σκάλες στο μετρό, στο Παρίσι. (Ο μπαμπάς μας έχει πάρει μαζί στο επαγγελματικό του ταξίδι, οπότε έχω πάρει τον μικρό και βολτάρουμε όλη μέρα. Όμως κάποια στιγμή, μου λέει ότι πρέπει να πάει στην τουαλέτα και το ξενοδοχείο μας είναι μόνο μια στάση μακριά, οπότε «κρατήσου», του λέω «πάμε εκεί»). Ο συρμός εκείνη την ώρα έχει αδειάσει, έχει ξαναγεμίσει και είμαστε οι τελευταίοι που -πιστεύω- με ένα άλμα θα πηδήξουμε μέσα στο βαγόνι. Κακός υπολογισμός! Ο γιος μου, που έχει καταλάβει ότι πρέπει να βιαστούμε, μπαίνει τρέχοντας μέσα, εγώ έχω προλάβει να βάλω μόνο το χέρι μου που τον κρατάει και… οι πόρτες κλείνουν! Ο μικρός είναι μέσα. Εγώ έξω στην πλατφόρμα και το χέρι μου συνθλίβεται από τις πόρτες. Ο τρόμος δεν είναι ικανή λέξη για να περιγράψει τη στιγμή. Ο μικρός ουρλιάζει «ΜΑΜΑ!!!». Παλεύω να «χώσω» το χέρι μου ακόμα πιο μέσα. Ταυτόχρονα ένα τσούρμο κόσμος που -ευτυχώς!- υπάρχει μέσα στο βαγόνι αρχίζει να σπρώχνει τις δύο πόρτες για να ανοίξουν. Ο συρμός σφυρίζει –ετοιμάζεται να ξεκινήσει. Χώνω το μισό μου σώμα μέσα, σπρώχνοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Ο κόσμος τραβάει. Το παιδί ουρλιάζει… Η πόρτα ανοίγει.
Μπαίνω μέσα. Σωριάζομαι στο πρώτο κάθισμα που βρίσκω. Παίρνω το παιδί πάνω μου και το σφίγγω, ενώ μου φεύγουν δάκρυα. Ο κόσμος γύρω με χτυπά συγκαταβατικά στους ώμους. «Ευχαριστώ», τους λέω. «Ευχαριστώ πολύ». Ούτε στα γαλλικά δεν είχα κουράγιο να το πω.
Δεν ξέρω για πόσες μέρες με στοίχειωνε η σκέψη του τι θα μπορούσε να είχε συμβεί αν δεν κατάφερνα να μπω κι εγώ. Ένα αγόρι 3,5 ετών, μόνο του, σε ένα μετρό, στο Παρίσι, χωρίς να μιλά τη γλώσσα και χωρίς κανένα στοιχείο που θα βοηθούσε π.χ. την αστυνομία να μας βρει. (Αν είχε την τύχη να καταλήξει στην αστυνομία). Εφιάλτης… Ζωντανός εφιάλτης…
«Μαμά, απλά έπαιζα»
Είναι καλοκαίρι. Βράδυ. Είμαστε σε ένα εξοχικό κέντρο με φίλους και τα παιδιά τους και τρώμε. Όπως κάνουν όλα τα παιδιά, κάποια στιγμή και τα δικά μας σηκώθηκαν από το τραπέζι και έπαιζαν γύρω-γύρω. Η ώρα περνούσε, τα παιδιά είχαν βγει πλέον στην αυλή, ο κόσμος άρχισε να φεύγει, είχαμε μείνει μόνο εμείς που είχαμε αράξει με τους φίλους μας και τα λέγαμε. Η μεγάλη μου κόρη ήταν 5 ετών τότε και η μικρή μας 2. Κάποια στιγμή έρχεται ένα παιδάκι από την παρέα και μας λέει: Δεν βρίσκουμε τη Μαρία.
Ξαναλέω: Εξοχικό κέντρο, μαύρη νύχτα, γύρω γύρω χωράφια και ανά διαστήματα περνούσε και ένα αγροτικό.
Σηκώνομαι από το τραπέζι, βάζω μια φωνή. Τίποτα. Σηκώνονται και οι υπόλοιποι. Βγαίνουμε έξω. Ψάχνουμε παντού. Φωνάζουμε. Έρχεται ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας, οι σερβιτόροι. Ρωτάμε ένα-ένα τα παιδιά πού την είδαν –αν την είδαν να φεύγει. Δεν έχουν ιδέα. Η ώρα περνάει. Ο άντρας μου μπαίνει στο αμάξι να κάνει μια βόλτα στην περιοχή. Με πιάνει πανικός και αρχίζω να τρέμω. Ουρλιάζω με όλη μου την δύναμη. Η ώρα περνάει. Σκεφτόμαστε να καλέσουμε την αστυνομία. Κοντεύει πλέον μισάωρο. Αρχίζει να κλαίει και η μικρή που έχει καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά. Ακούω τον μαγαζάτορα που μιλά με τον αστυνομικό της περιοχής. Προφανώς δεν τον ακούω μόνο εγώ… Ξαφνικά εμφανίζεται η μεγάλη μου κόρη ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΕΝΑ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΗΣ ΤΑΒΕΡΝΑΣ! «Μαμά, απλά έπαιζα κρυφτό…» μου λέει. Δεν ήξερα αν έπρεπε να την πνίξω κυριολεκτικά ή στα φιλιά!
Τον χάσαμε στο ίδιο μας το σπίτι!
Ούτε που μπορούσα να φανταστώ ποτέ ότι ο τότε 3 ετών γιος μου μπορούσε να ανοίξει την πόρτα του διαμερίσματος. Κι όμως, κάποια στιγμή που τον είχα αφήσει με τον κατά έναν χρόνο μικρότερο αδερφό του, για να πάω στην τουαλέτα… το έκανε. Επιστρέφω. Βλέπω την πόρτα μισάνοιχτη και τον μικρό να παίζει αμέριμνος. Παγώνω. Τον φωνάζω. Δεν απαντά. Βγαίνω στον διάδρομο του ορόφου. Τον φωνάζω –δεν απαντά. Μένουμε στον πρώτο και η πρώτη μου σκέψη είναι ότι κατέβηκε και βγήκε από την πολυκατοικία. Τρέχω κάτω με τον μικρό στην αγκαλιά μου. Ανοίγω την πόρτα, ξαναφωνάζω… τίποτα. Βγαίνω στο πεζοδρόμιο, πουθενά. Πανικός.
Ξαναμπαίνω στην πολυκατοικία, με την ελπίδα ότι κάπου έχει κρυφτεί. Ξαναφωνάζω. Ακούω βήματα από παντόφλες. Εμφανίζεται στην άκρη της σκάλας. Είμαι έξαλλη! «Είχα πάει να βρω τους φίλους μου στον 5ο» -μου λέει…