«Είχαν περάσει πέντε χρόνια από τότε που έγινα μητέρα και ένιωθα ότι σιγά-σιγά έχανα όλο και περισσότερα κομμάτια απ’ τον εαυτό μου, με κάθε «Ελάτε, παιδιά, βάλτε τα παπούτσια σας», με κάθε φαγητό που τους έφτιαχνα, κάθε μπουγάδα, κάθε αγχωτικό πρωινό πριν το σχολείο, κάθε δημόσιο ξέσπασμά τους και κάθε φορά που έλεγα στους φίλους μου ότι ήμουν πολύ κουρασμένη για να πάω να τους βρω.
Κοίταξα τον καθρέφτη ένα πρωί και είδα μια κουρασμένη, αγχωμένη, τρελή γυναίκα που είχε χάσει εντελώς την ψυχραιμία της, επειδή ο σκύλος έφαγε ένα ρολό χαρτιού υγείας κι ήθελα να κλάψω, επειδή δεν είχα ιδέα ποια ήμουν πια.
Ήταν εκείνη η στιγμή που συνειδητοποίησα ξεκάθαρα πια, ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω έτσι κι ότι κάτι έπρεπε ν’ αλλάξει.
Και κάπως έτσι ξεκίνησε το ταξίδι μου ως μαμά που κάνει λιγότερα. Το να κάνω λιγότερα, άλλαξε τη ζωή μου.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που το προσπάθησα. Δούλευα και έτρεχα να προλάβω να πάρω τα παιδιά απ’ το σχολείο, φτάνοντας τελικά σπίτι εντελώς εξαντλημένη, αλλά ξέροντας ότι έπρεπε να μαγειρέψω, να βάλω ένα πλυντήριο, να τακτοποιήσω το σπίτι, να περάσω λίγο χρόνο με τα παιδιά, να βοηθήσω με τα μαθήματά τους, ενώ το μόνο που ήθελα (και χρειαζόμουν) ήταν να ξαπλώσω στον καναπέ και να απολαύσω μια κούπα τσάι.
Και τότε βγήκα απ’ την κουζίνα, με τα τρια παιδιά μου ακόμα με τα μπουφάν τους να μ’ ακολουθούν γκρινιάζοντας, και κατευθύνθηκα προς τον καναπέ –έκατσα και έκλεισα τα μάτια μου.
Εκείνη τη στιγμή και τα τρία παιδιά μου σταμάτησαν να μιλάνε και απλώς με κοιτούσαν. Δεν νομίζω, ότι με είχαν ξαναδεί να κάνω κάτι τέτοιο. Πόσο “σοκαριστικό” μπορεί να ήταν γι’ αυτά; Με ξέρουν όλη τους τη ζωή και με έχουν δει μόνο να τρέχω, να βιάζομαι και να πάντα να κάνω κάτι, αλλά ποτέ απλώς να κάθομαι και να μην ασχολούμαι με τίποτα.
Η μεγαλύτερη έσπασε τη σιωπή: “Μαμά, τι κάνεις;”. “Ξεκουράζομαι”, της απάντησα.
Σιωπή ξανά. Τρεις μπερδεμένες φατσούλες με κοιτούσαν έντρομες.
Λίγα λεπτά μετά, είπε “Γιατί ξεκουράζεσαι;”
“Γιατί είμαι κουρασμένη και χρειάζομαι λίγη ξεκούραση”
“Χρειάζομαι”
Άλλη μια λέξη που δεν νομίζω ότι παιδιά μου με άκουσαν ποτέ να λέω, πιθανότατα επειδή τα τελευταία χρόνια έχω παραμερίσει εντελώς τις ανάγκες μου –τόσο που ξέχασα ότι έχω ανάγκες.
Πήρε στα παιδιά λίγη ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσουν ότι δεν θα πήγαινε πουθενά και, άρα ότι μπορούσαν να φύγουν και να μ’ αφήσουν μόνη. Σκέφτηκαν επίσης ότι πρέπει να βγάλουν τα μπουφάν τους (μόλις άρχισαν να ζεσταίνονται). Έκαστα εκεί για όσο χρόνο χρειαζόμουν και, όταν ένιωσα έτοιμη, σηκώθηκα.
Δεν μαγείρεψα εκείνο το βράδυ. Παραγγείλαμε.
Δεν έβαλα πλυντήριο. Ζήτησα απ’ τα παιδιά να μην λερώσουν τα καθαρά τους ρούχα τρώγοντας, γιατί θα τα φορούσαν και την επόμενη μέρα στο σχολείο.
Δεν κάναμε μπάνιο εκείνο το βράδυ. Είδαμε ταινία και κάναμε αγκαλιές στον καναπέ.
Προς έκπληξή μου, κανείς δεν πέθανε. Το σπίτι δεν κατέρρευσε. Τα παιδιά ήταν χαρούμενα και χορτάτα, αλλά το πιο σημαντικό ήταν, ότι όταν κοίταξα στον καθρέφτη εκείνο το βράδυ, μπορούσα να δω τη λάμψη της γυναίκας που θυμόμουν. Της αστείας, ζωηρής γυναίκας που πιστεύει ότι είναι ακόμη 25 χρονών, που αγαπάει το παγωτό και τα ταξίδια και τη μουσική.
Όταν πήγα για ύπνο εκείνο το βράδυ, ήμουν λίγο πιο χαρούμενη ξέροντας ότι, αν και είχα πολύ δρόμο ακόμα, ήμουν στη σωστή κατεύθυνση.
*Αφιερωμένο σε όλες εσάς τις τρομερές, σκληρά εργαζόμενες μαμάδες που αξίζουν ένα διάλειμμα. Ελπίζω όλες να επιτρέψετε στον εαυτό σας να “κάνει λιγότερα”.»
Πηγή: Huffingtopost.com