Αυτή εδώ η μαμά έχει νιώσει όλα τα ανωτέρω. Όμως, μια πρόσφατη, τρομακτική εμπειρία της την έκανε να «τα βάλει κάτω» και να ξανασκεφτεί. Διαβάστε και θα καταλάβετε:
«Όταν η ζωή είναι όμορφη –κι εννοώ, πραγματικά όμορφη- θα έλεγε κανείς, ότι δεν υπάρχουν και πολλά άλλα να κάνει κανείς εκτός απ’ το να την απολαύσει. Λοιπόν, εγώ έχω καταφέρει να κάνω το αντίθετο και, όπως αντιλήφθηκα πρόσφατα, δεν είμαι η εξαίρεση. Ανακάλυψα με ανακούφιση, ότι δεν είμαι μόνη.
Έχω έναν πανέμορφο, σούπερ διασκεδαστικό, τρυφερό και παρών άντρα, τέσσερα υπέροχα μικρά παιδιά, μια στέγη πάνω απ’ το κεφάλι μου, φαγητό στο τραπέζι μου, υγεία, αγάπη. Με δυο λόγια, έχω τα πάντα. Είμαι μια ευτυχισμένη, ήρεμη ψυχή –τις περισσότερες φορές.
Γιατί, ταυτόχρονα, έχω κι αυτά τα πολύ δυσάρεστα συναισθήματα. Τα έχω χρόνια τώρα. Κρατάω αυτές τις σκέψεις μέσα μου, από φόβο για το τι εντύπωση θα δώσουν. Τα ονομάζω “εισβολείς”, γιατί εμφανίζονται ξαφνικά την πιο ακατάλληλη στιγμή. Καταφτάνουν σε κύματα, και το συνηθισμένο μοτίβο είναι αυτό:
1. Είμαι πραγματικά φοβερά τυχερή κι απίστευτα ευλογημένη.
2. Κάτι πολύ κακό θα συμβεί στην οικογένειά μου.
Βλέπω άσχημα πράγματα και θλίψη στον κόσμο και στις ζωές των ανθρώπων που γνωρίζω καθημερινά. Κι εγώ είμαι εδώ, βρίσκοντας χαρά σε όλα κάθε μέρα που περνάει. Σίγουρα, η ζωή δεν είναι τέλεια, αλλά οι ατέλειές της δεν είναι και τόσο σημαντικές. Είναι τόσο μικρές, όσο αποφασίσουμε εμείς να τις κάνουμε. Κι αντί να μετρώ τις ευλογίες που μου δόθηκαν, έχω βρεθεί ν’ ανησυχώ ότι θα συμβεί κάτι πραγματικά κακό. Το αξίζω και θα ‘ρθει αναπόφευκτα -κάθομαι και το περιμένω. Και ήρθε –ή, μάλλον, έτσι νόμιζα.
Κι ήταν τα δύο βασανιστικότερα λεπτά της ζωής μου.
Την πρωτοχρονιά που μας πέρασε, η οικογένεια του αδερφού μου κι εμείς περνούσαμε τέλεια στο σπίτι των γονιών μας. Όχι πολύ μετά το φαγητό, η μαμά μου με φώναξε με έναν περίεργα αυστηρό τρόπο και χρησιμοποιώντας το κανονικό μου όνομα –όπως έκανε όταν ήμουν μικρή και έκανα κάτι κακό.
Έτρεξα στον επάνω όροφο και τη βρήκα γονατισμένη να κρατάει τον δύο ετών γιο μου. Ήξερα απλά κοιτώντας το πρόσωπό του, όχι απλώς ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά ότι κάτι πήγαινε φοβερά στραβά. Ούρλιαξα «Φωνάξτε ασθενοφόρο» τρέχοντας προς το τρεμάμενο σώμα του και το χλωμό του πρόσωπο και φωνάζοντας το όνομά του. Η παντελής απουσία ανταπόκρισης με γέμισε με έναν πανικό, που όμοιό του δεν έχω ξανανιώσει. Τον άρπαξα και τον ένιωσα το σώμα του να γλιστρά απ’ τα χέρια μου. Το μικροσκοπικό του κορμί μου φαινόταν ξαφνικά πολύ βαρύ…
Η πρώτη μου υπόθεση: πνίγεται. Έβαλα το χέρι μου μέσα στο στόμα του, τον έβαλα στον ώμο μου και τον χτύπησα στην πλάτη. Τίποτα. Τον ξάπλωσα στο πάτωμα. Ήταν γκρι –η μύτη και το στόμα του ήταν μπλε. Ήμουν τότε 100% πεπεισμένη ότι τον χάνω. Ξεκίνησα να του πιέζω το στήθος, ακούγοντας αν αναπνέει. Τίποτα. Του έκανα τεχνητή αναπνοή. Του έκανα μερικές ακόμη πιέσεις στο στήθος κι ο αδερφός μου ακόμη μία τεχνητή αναπνοή. Όλα αυτά, ενώ ο μπαμπάς του κι εγώ κλαίγαμε και τον ικετεύαμε να μη μας αφήσει.
Ο μπαμπάς μου φώναζε «Έλα, έλα! Ξύπνα!». Τα παιδιά και να ανίψια μου στέκονταν παγωμένα από φόβο και έκλαιγαν σιγανά. Και τότε, ο γιος μου ανοιγόκλεισε τα μάτια του –γύριζε πίσω. Τον γύρισα απ’ την άλλη και έβαλα ξανά το χέρι μου βαθιά στο στόμα του. Αναγούλιασε κι ο ήχος που έκανε, ακούστηκε σαν τον πιο όμορφο ήχο που έφτασε ποτέ στ’ αυτιά μου. Βρήκε τις αισθήσεις του τη στιγμή που έφτασε η βοήθεια που είχαμε καλέσει.
Όχι, οι ικανότητές μου στην τεχνητή αναπνοή δεν του είχαν σώσει τη ζωή. Ο αεραγωγός του δεν ήταν μπλοκαρισμένος. Δεν κατάπιε τίποτα επικίνδυνο. Ανέβασε πυρετό τόσο υψηλό και τόσο απότομα, που υπέφερε από πυρετικούς σπασμούς –ενδεχόμενο που δεν πέρασε απ’ το μυαλό μου. Πριν συμβούν όλα αυτά ήταν εντελώς φυσιολογικός, καθόλου ζεστός και δεν έδειξε κανένα σημάδι. Ευτυχώς, ήταν μια χαρά, απλώς λίγο ενοχλημένος απ’ τις συνεχόμενες μετρήσεις που του κάναμε για να ελέγξουμε τη θερμοκρασία του.
Όσο ασχολούμουν με το αναίσθητο μικρό του κορμάκι, κλαίγοντας και παρακαλώντας να μη μ’ αφήσει, ανάμεσα σε τηλεφωνήματα για ασθενοφόρο και παιδιά που έκλαιγαν, είχα μια στιγμή διαύγειας που είναι πεντακάθαρη στο μυαλό μου, μέχρι και σήμερα: Αυτό ήταν. Τον χάνω. Το ήξερα ότι θα συνέβαινε. Το ήξερα. Η ζωή μου θα καταρρεύσει χωρίς αυτόν. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, μη μου το κάνεις αυτό. Θα στο ξεπληρώσω. Σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ.
Αντιλαμβάνομαι ότι η εμπειρία αυτή ήταν τραυματική. Προφανώς –πέρασα δύο λεπτά θεωρώντας ότι χάνω το μωρό μου. Προσπαθώ να διώξω το συναίσθημα. Ανακαλώ το περιστατικό όλο και πιο σπάνια. Η μαύρη σκιά που μ’ ακολουθούσε αυτές τις μέρες, έχει αρχίσει να εξασθενεί. Έχω δει πράγματα που δεν μπορώ να διαγράψω κι έχω νιώσει αισθήματα που δεν ξεχνιούνται. Όμως, η κατάσταση βελτιώνεται και, με τον καιρό, ξέρω ότι η πληγή θα επουλωθεί.
Έχω πολλή υποστήριξη κι έμαθα ένα πολύ σημαντικό μάθημα μέσα απ’ αυτή την υποστήριξη. Ο κόσμος δεν λειτουργεί με τον τρόπο που είχα πείσει τον εαυτό μου ότι λειτουργεί. Το να είσαι ευτυχισμένος δεν σημαίνει ότι κάτι κακό θα συμβεί.
Η συνειδητοποίηση του πόσο ευλογημένη είμαι με οδήγησε σε μια φανταστική αποδοκιμασία και άρνηση της ευτυχίας γενικά. Ήταν λάθος τρόπος σκέψης. Ενστάλαζα έναν φόβο στην ψυχή μου, που με εμπόδιζε να νιώσω τη χαρά στη ζωή μου. Αυτή η πρόσφατη υπενθύμιση για το πόσο πολύτιμη είναι η ζωή, με έκανε να αποφασίσω να μη χαραμίσω ούτε ένα δευτερόλεπτο όπου δεν θα απολαμβάνω με όλο μου το είναι το πόσο ευλογημένη είμαι. Θα μετρώ και θα απολαμβάνω κάθε ευλογία.»
Πηγή: scarymommy.com